Αλίκη Θεοδοσίου
Όταν ξεκίνησα να διαβάζω το Chav/Αλληλεγγύη από τα υπόγεια του Ντ. Χάντερ, μια συλλογή βιωματικών κειμένων για τη φτώχεια, την αρρενωπότητα, τη λευκότητα, τη βία, την πολιτική και άλλα πολλά, μου ήρθε στο μυαλό η ταινία Δίχως στέγη, δίχως νόμο (Sans toit ni loi) της Ανιές Βαρντά. Τώρα που το τέλειωσα, έχω βάλει κι ακούω Λεξ.
Στο Δίχως στέγη, δίχως νόμο, μαθαίνουμε για τη Μόνα, τη νεαρή, φτωχή, περιπλανώμενη και τελικά νεκρή πρωταγωνίστρια, μέσα από αναδρομές και συνεντεύξεις ανθρώπων που συνάντησε στη διαδρομή της. Πάνε χρόνια που είδα την ταινία, αλλά θυμάμαι ότι οι αφηγήσεις αυτών των ανθρώπων περισσότερο αφορούσαν τη δική τους ζωή, παρά τη ζωή της Μόνα, η οποία λειτουργούσε κάπως σαν πρίσμα μέσα από το οποίο παρατηρούσαν και αξιολογούσαν τις δικές τους επιλογές, ανέσεις και ελευθερίες. Και το πτώμα της που βρέθηκε σε ένα χαντάκι ενίσχυε την κοινή πεποίθηση όλων τους ότι αυτοί την είχαν καλύτερα, γιατί τα είχαν κάνει καλύτερα.
Αναρωτιέμαι αν θυμήθηκα την ταινία γιατί έτσι σχετίζομαι κι εγώ με την αφήγηση του Χάντερ. Όχι τόσο κρίνοντάς τον γι’ αυτά που υποτίθεται πως ήταν επιλογές του, αν και σίγουρα θα το έκανα κι αυτό χωρίς να το παραδέχομαι, αλλά περισσότερο νιώθοντας τόσο ριζικά άλλη και, για να λέμε την αλήθεια, τόσο προνομιούχα που η αυγουστιάτικη υπαρξιακή κρίση μου έβγαζε ακόμα λιγότερο νόημα όσο η ανάγνωση προχωρούσε. Είναι όμως και κάτι ακόμα, που δεν το σκέφτηκα εγώ αλλά ο ίδιος ο Χάντερ, σαν να με κατάλαβε και να θέλησε να με απαλλάξει έστω λίγο από τις ενοχές μου για τη συγκριτικά οκέι ζωή μου. Δεν σκέφτηκα την ταινία της Βαρντά γιατί ο μόνος τρόπος να συνδεθώ με τη ζωή του Χάντερ είναι να την αντιπαραβάλω με τη δική μου. Τη σκέφτηκα επίσης γιατί η Μόνα είναι νεκρή. Και, εάν ο Χάντερ επιβίωσε, αυτό συνέβη γιατί, όπως επαναλαμβάνει πολλές φορές ο ίδιος, πέρα από όλα τα άλλα που είναι και που έχει υπάρξει, παραμένει ένας λευκός άντρας.
Μιλάει, λοιπόν, ο συγγραφέας για πολλά κρίσιμα πράγματα, σπαρακτικά, άγρια και συγκινητικά, μιλάει όμως και για την πατριαρχική λευκή υπεροχή την οποία πρέπει να συντρίψουμε, αφού πρώτα καταλάβουμε με ποιους τρόπους και σε ποιον βαθμό είμαστε κομμάτι της και είναι κομμάτι μας, πώς η ομοιότητά μας με τους κυρίαρχους δημιουργεί ευκαιρίες για εμάς, ακόμα κι αν αυτές οι ευκαιρίες κάποιες φορές συνοψίζονται απλώς στην ευκαιρία να επιβιώσουμε.
Όσο διάβαζα το βιβλίο, θυμήθηκα ακόμα τον Εντουάρ Λουί να λέει σε μια συνέντευξή του ότι, όταν είχε κυκλοφορήσει το Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, η μητέρα του ήταν πολύ θυμωμένη μαζί του, όχι επειδή μιλούσε για τη σεξουαλικότητά του και τη σεξουαλική και άλλη κακοποίηση που είχε υποστεί όταν ήταν παιδί, αλλά επειδή τώρα πια όλος ο κόσμος θα μάθαινε ότι ήταν φτωχοί. Θυμήθηκα τον Ντιντιέ Εριμπόν να λέει στην Επιστροφή στη Ρενς ότι, επιχειρώντας να γράψει για την παιδική ηλικία του, για τους λόγους που τον απομάκρυναν από τα μέρη στα οποία μεγάλωσε και από την οικογένειά του, ενώ ήταν σίγουρος πως θα μιλούσε για την ομοφυλοφιλία, τελικά βρέθηκε να μιλάει για την τάξη. Θυμήθηκα και μια φράση της Μακένζι Γουάρκ από ένα κείμενο που μου έστειλε ο συγκάτοικός μου τις προάλλες: «Τα διηγήματα και η αυτομυθοπλασία της Κρις Κράους είναι σκανδαλώδη όχι επειδή μιλάνε για το σεξ, αλλά επειδή μιλάνε για το χρήμα.» Υπάρχει κάτι που κάνει τη συζήτηση για την τάξη και το χρήμα –ή την έλλειψή του– σκανδαλώδη· και αυτό αφορά τόσο τα φτωχά όσο και τα λιγότερο φτωχά υποκείμενα. Ανήκοντας στη δεύτερη κατηγορία, σκέφτομαι πως η επισφάλεια και η ανάγκη να αποχωριστούμε βίαια μια σειρά από απολαυστικές συνήθειες μας έχει κάνει να στοχαζόμαστε το ζήτημα της τάξης πιο ρευστά, και δικαίως, αλλά να μην παύουμε να σοκαριζόμαστε από τα άκρα αυτού του φάσματος, και ευτυχώς. Σκέφτομαι ακόμα ότι υπάρχει μια οικονομία συναισθημάτων που είναι ταξικά κατανεμημένα. Οι παραπάνω συγγραφείς κάνουν όλοι λόγο για ντροπή. Ντρέπονται που είναι ή που έχουν υπάρξει φτωχοί, ιδίως όταν έρχονται σε επαφή με μέλη της μεσοαστικής τάξης. Ενώ το συναίσθημα που έχει ξεμείνει για μας, ας πούμε τα επισφαλή, είναι ο φόβος. Ή τουλάχιστον έτσι νιώθω εγώ, και δεν θέλω να μιλήσω για άγχος, προτιμώ να το διατυπώσω έτσι, ως φόβο, γιατί σκέφτομαι ότι ο φόβος ενέχει και μια απειλή, νιώθουμε ότι απειλούμαστε από κάτι, και αυτό το κάτι είναι το σύστημα και το Κεφάλαιο βέβαια, που λέει και ο Χάντερ, αλλά είναι και η απειλή που νιώθουμε σε σχέση με τα προνόμιά μας από όσα άτομα έχουν λιγότερα προνόμια από εμάς και για το πώς θα ήταν αν τα μοιραζόμασταν ή ακόμα αν τα απαρνιόμασταν για να δημιουργηθεί χώρος και για άλλες/άλλα.
Θα μπορούσα να γράψω πολλά ακόμα, ας πούμε για τη σχέση του συγγραφέα με τη μητέρα του, που κι αυτή έχει μια γενεαλογία σε κείμενα βιωματικά, πώς οι γιοι γράφουν για τις μανάδες τους, αλλά θα αρκεστώ μόνο να πω ότι με συγκινεί η γενναιοδωρία των φτωχών αγοριών. Τις συγχωρούν, ή νιώθουν πως δεν υπάρχει κάτι να συγχωρέσουν. Όλα έγιναν όπως μπορούσαν να γίνουν, δεν υπήρχε άλλος διαθέσιμος τρόπος. Ο Χάντερ το διατυπώνει καλύτερα, χωρίς να μιλάει ακριβώς γι’ αυτό:
[Στον κόσμο των «ευυπόληπτων»] έχεις τη δυνατότητα να χασομεράς, να ζυγίζεις ατέρμονα τις επιλογές σου και να ψάχνεσαι διαρκώς για το καλύτερο. Δεν προσπαθώ να πω ότι οι άνθρωποι πρέπει απλώς να λένε «ναι» σε οτιδήποτε τους προσφέρεται. Ξέρω εκατοντάδες περιπτώσεις που κάποιος είπε το «ναι», απλώς επειδή κάτι του προσφέρθηκε, που είπε: «Δεν γαμιέται; Έτσι κι αλλιώς, τίποτα καλύτερο δεν πρόκειται να μου συμβεί.» Έχω δει μυριάδες τρόπους με τους οποίους αυτό πήγε τρομακτικά στραβά. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ο μόνος λόγος που υπάρχω είναι επειδή ένα νεαρό κορίτσι δεν πίστεψε πως ήταν σε θέση να πει «όχι» και να κάνει την άρνησή του να έχει σημασία. Ή επειδή τα «όχι» της αγνοήθηκαν, με αποτέλεσμα μετά από εννιά μήνες να γεννηθώ εγώ.
Τέλειωσα λοιπόν το βιβλίο κι έβαλα να ακούσω Λεξ – κάτι που δεν συνηθίζω. Νομίζω πως σκέφτηκα τον Λεξ για δύο λόγους: ο ένας είναι ότι μαζί με τον συγγραφέα συγκαταλέγονται σε μια ευρεία κατηγορία αρρενωποτήτων που δεν έχω συναναστραφεί ιδιαίτερα, δεν συμπαθώ πάντα, αλλά προσπαθώ πού και πού να καταλάβω. Ο άλλος λόγος είναι αυτός ο στίχος που μου έλεγες, Αντώνη, «θα πεθάνω αν δεν με νιώθουν οι δικοί μου», και τον θυμήθηκα διαβάζοντας και θέλησα να τον ακούσω. Πώς διαχειρίζεσαι το ότι εσύ την έχεις πια καλύτερα από τους ανθρώπους που σε μεγάλωσαν, από τους ανθρώπους για τους οποίους ραπάρεις ή γράφεις.
Ο Χάντερ λέει ότι οι δικοί του άνθρωποι ήξεραν από φροντίδα. Και μου ήρθε τώρα η ιδέα, αν και δεν ήθελα να πω αυτό, ότι το φτωχό παιδί είναι και ένα παιδί που έχει το καθήκον να φροντίζει –τον εαυτό του ή/και την οικογένειά του– και αυτό ίσως είναι που διαφοροποιεί την εμπειρία της παιδικότητας ανά τάξη. Τέλος πάντων, ο Χάντερ γράφει για το πώς η φροντίδα είναι εργαλείο επιβίωσης και συγκρότησης κοινοτήτων αλλά είναι και κάτι ακόμα, είναι κάτι διαφορετικό από την αλληλοβοήθεια ή την αλληλεγγύη που αναφέρει επίσης συχνά, έχει μέσα της συναίσθημα και μια απαρνημένη τρυφερότητα, ενώ ταυτόχρονα σημαίνει, όπως και η αλληλοβοήθεια και η αλληλεγγύη, το να είσαι εκεί. Σκέφτομαι λοιπόν ότι και αυτό το βιβλίο είναι μια πράξη φροντίδας και ότι φροντίζουμε και με κείμενα. Με τα κείμενα που ανταλλάσσουμε και συζητάμε, μαθαίνοντας έτσι καλύτερα το ένα το άλλο μέσα από τους άλλους και τις άλλες, με τα κείμενα που γράφουμε για να μας αναγνωρίσουν και για να μας γνωρίσουμε, να συγχωρέσουμε και τελικά να επιβιώσουμε.