Το ‘χεις δει;
21 Νοεμβρίου, 2022

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

Ο νέος ερωτικός κόσμος της ψηφιακής επιτέλεσης του γούστου

Ι.

Συνηθίζουμε να ταυτίζουμε το αισθητικό γούστο με την ανθρώπινη αξία. Για την ακρίβεια, έχουμε μάθει να χρησιμοποιούμε το πρώτο ως μέτρο της δεύτερης. Ασυνείδητα, όπως συμβαίνει άλλωστε τις περισσότερες φορές με τις μεγάλες αμαρτίες, υποθέτουμε πως κι ο ίδιος μας ο εαυτός δεν είναι τίποτα περισσότερο από το άθροισμα των αισθητικών του προτιμήσεων. Είμαι αυτό, γιατί μου αρέσουν αυτά και δε μου αρέσουν εκείνα. Κι είσαι εκείνο, γιατί σου αρέσουν εκείνα και δε σου αρέσουν αυτά. Αν στη μαζική φορντική κοινωνία του μοντερνιστικού καπιταλιστικού παραδείγματος η δυναμική αυτή πήγαζε από τον ναρκισσιστικό ελιτισμό της αστικής κοσμοαντίληψης, στην εξατομικευμένη μεταφορντική κοινωνία του μεταμοντέρνου καπιταλισμού η ίδια διαδικασία τροφοδοτείται από την υπερ-διόγκωση μιας πολιτισμικής δημόσιας σφαίρας στην οποία οι άνθρωποι επικοινωνούν μέσα από την ιεραρχημένη ανταλλαγή σημείων αναφοράς που παράγουν διανοητική και συναισθηματική αξία.

Είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση, είτε στα παλιά σαλόνια του εκλεπτυσμένου γούστου της υψηλής κουλτούρας είτε στους νέους εικονικούς χώρους της ψηφιακής φλυαρίας που καταργεί την διάκριση ανάμεσα στο υψηλό και το χαμηλό, η ανθρώπινη ουσία παίρνει τη γενική μορφή του πολιτιστικού κεφαλαίου. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, πως η καλλιέργεια του γούστου είναι μια ανώφελη, επιβλαβής ή χαμένη υπόθεση. Η καλλιέργεια του γούστου μπορεί να είναι κοπιώδης, αναστοχαστική, να περιέχει αγάπη και αφοσίωση, να συνδέεται με την προσπάθεια για άνοιγμα προς τον Άλλο. Καθώς όμως η μεγαλύτερη ανθρώπινη απαίτηση είναι να γίνουμε ορατοί, η αναγνώρισή μας από τον Άλλο περνάει όλο και περισσότερο μέσα από την σημειωτική ανταλλαγή πολιτιστικών αξιών: Τι τραγούδια ανεβάζεις; Τι αποσπάσματα βιβλίων μοιράζεσαι; Τι screenshots ταινιών ποστάρεις; Τι επιθυμείς να πάρεις πίσω από όλα αυτά; Πρόκειται για εκδίπλωση μιας βαθύτερης ουσίας του εαυτού ή μήπως είναι ένα αυτόνομο παιχνίδι των ίδιων των σημείων, για το οποίο ο εαυτός δεν αποτελεί παρά μόνο ένα συμπτωματικό κέλυφος, ένα τυχαίο όχημα, ένα αδιάφορο τερέν;

ΙΙ.

Όλα αυτά, φυσικά, είναι εξαιρετικά οικεία σαν παραστάσεις αλλά μπορούν να γίνουν υπερβολικά άβολα σαν ερωτήματα. Καθώς είναι στενά δεμένα με τον ιδιαίτερο τρόπο που επιτελείται ο εαυτός στην ψηφιακή σφαίρα, το να αμφισβητήσουμε, ή έστω να θέσουμε υπό διερώτηση, το αν όταν αυτο-εκφραζόμαστε στα social media είμαστε πράγματι εμείς ή κάτι άλλο ενδέχεται να καταλήξει βασανιστικό. Δεν θέλεις να σκοτώσεις τον εικονικό εαυτό σου, τουλάχιστον όχι αστόχαστα, γιατί δεν ξέρεις αν θα μείνει πίσω κάτι, ούτε αν θα έχεις πια να επιστρέψεις κάπου. Παρόλα αυτά, θα ήταν αυτο-τυφλωτικό να αρνηθούμε το γεγονός ότι ο ψηφιακός μας εαυτός δεν αποτελείται από τίποτα περισσότερο πέρα από την συγκεκριμένη αισθητική βάσει της οποίας τον ξεδιπλώνουμε επιλεκτικά. Στον ψηφιακό κόσμο, είμαι ό,τι επιμελούμαι, κι ο εαυτός είναι το αντικείμενο αυτής της δραστηριότητας, όχι το υποκείμενο. Καθώς σαγηνευόμαστε και μεθάμε από την ίδια μας την αυτο-έκθεση, ξεχνάμε ότι ο εαυτός-προφίλ είναι ένα πρωτίστως ποσοτικό μέγεθος, μια ποσοτικοποιημένη οντότητα. Όπως γράφει η Wendy Hui Kyong Chun στο Updating to Remain the Same, η ψηφιακή κάθεξη μετατρέπει το ανθρώπινο σε ένα ζωντανό αρχείο streaming, updating, sharing και saving.

Δεν χρειάζεται να έχει γράψει κανένας χιλιόμετρα διαδικτυακού scrolling για να καταλάβει ότι αυτή η ψηφιακή επιτέλεση-επιμέλεια του εαυτού αποτελεί, στην πραγματικότητα, μια πράξη ερωτισμού (και αυτο-ερωτισμού). Μοιραζόμενοι τις αισθητικές προτιμήσεις μας, καλούμε τον Άλλο να μας συγκροτήσει με το βλέμμα και το click του σαν μια επιθυμητή ύπαρξη – σαν μια ύπαρξη που αξίζει ένα like, ίσως ακόμα και μια καρδούλα, διάολε. Στο αδιάρρηκτο συνεχές της ψηφιακής συναναστροφής δεν υπάρχει ούτε μια χειρονομία που να μην είναι σεξουαλικά φορτισμένη και επενδεδυμένη. Καθώς το προϊόν που εμπορεύεται μια πλατφόρμα είναι, σε τελική ανάλυση, η αλληλο-αναγνώριση των υποκειμένων, κάθε επαφή στην οποία εμπλέκεσαι αποτελεί μια επαναδιαπραγμάτευση του πόσο μετράς στην αγορά της ορατότητας. Ακόμα κι όταν το φλερτ δεν αποτελεί το ρητό περιεχόμενο της ψηφιακής συναναστροφής, η ίδια η μικρο-λιβιδινική οικονομία των social media το αναδεικνύει σε λανθάνον κι εμμενές περιεχόμενο κάθε πιθανής λεκτικής ή μη ανταλλαγής. Δεν είναι απλά ότι ο κόσμος χρησιμοποιεί το internet για να βρει γκομενάκια. Είναι ότι το ίδιο το ψηφιακό παράγει έναν ιδιαίτερο τύπο engineered εγγύτητας και ρομαντικής φαντασίας, αυτόν για τον οποίο η Eva Illouz έγραφε στην Ψυχρή Τρυφερότητα ότι κατακερματίζει τη γνώση για τον εαυτό και τον άλλο, καθώς το άτομο γίνεται πρώτα αντιληπτό ως μια αυτοκατασκευασμένη ψυχολογική οντότητα, μετά ως μια φωνή και πολύ αργότερα ως ένα κινούμενο και δρων σώμα.

ΙΙΙ.

Πώς μοιάζουν αυτές οι μικρο-λιβιδινικές επενδύσεις της ψηφιακής επιτέλεσης του γούστου; Ας επιχειρήσουμε λοιπόν μια φαινομενολογία του εμμενούς ερωτισμού που εκδηλώνεται, ρητά ή άρρητα, σε κάθε πολιτισμική ανταλλαγή εντός του ψηφιακού πεδίου. Η ίδια η συναισθηματική μηχανική των πλατφορμών, όντας οργανωμένη γύρω από ένα σύστημα διαβάθμισης της έγκρισης, τροφοδοτεί την γνώριμη ψυχοσεξουαλική διαλεκτική της αποδοχής και της απόρριψης. Κάθε φορά που εκδηλώνεις μια αισθητική προτίμηση, η ψηφιακή σου επιτέλεση αξιολογείται και ταξινομείται στο χρηματιστήριο των πολιτιστικών αξιών. Ποιοι αποδέχτηκαν και ποιοι απέρριψαν αυτό που σου αρέσει; Σε τι βαθμό, μαζί μ’ αυτό, αποδέχτηκαν ή απέρριψαν κι εσένα τον ίδιο; Γιατί κάθε εκδήλωση προτίμησης προς την προτίμησή σου φέρνει μαζί της κι έναν μικροσκοπικό εικονικό ερεθισμό; Για πόσο καιρό ακόμα θα κάνετε καρδούλες ο ένας στα τραγούδια, τις ταινίες και τα βιβλία του άλλου μέχρι να αρχίσετε να μιλάτε στο chat; Μήπως αυτό δεν είναι το ζουμί της δημόσιας ανταλλαγής άλλωστε; Το ξεκαθάρισμα του πεδίου ώστε να αρχίσει η προσωπική επαφή; Κάθε ψηφιακή έγκριση μοιάζει και με ένα φευγαλέο μικρο-ερωτικό κάλεσμα που διαλύεται μέσα στην ασταμάτητη ροή των δεδομένων. Αν δεν καβαλήσεις το κύμα τη στιγμή που περνάει, χάθηκε, μέχρι το επόμενο. Στην τελική, απλώς μια μηχανική χορογραφία δεν είναι άλλωστε; Και τότε γιατί τρέμει η καρδιά σου μόλις κάτι, ξαφνικά, γίνει πραγματικό;

Ίσως καμία φράση δεν συμπυκνώνει καλύτερα την μικρο-λιβιδινική ένταση και το δυνάμει φλερτ κάθε ψηφιακής πολιτισμικής ανταλλαγής από το “έχεις δει το ______;”. Η μικρή αυτή φράση, σε τόσες λίγες λέξεις, ορατοποιεί την διαπραγμάτευση της διαφοράς πολιτιστικού κεφαλαίου μεταξύ των δύο μερών, καθώς αυτά υπόκεινται στις δυνάμεις της λιβιδινικής αγοράς που διαχωρίζει και κατανέμει τα άτομα σε θέσεις ανωτερότητας και κατωτερότητας. Αν ο άλλος δεν το έχει δει, τότε βρίσκεσαι σε μια de facto θέση ισχύος από την οποία πραγματοποιείς μια πρόταση-προτροπή. Από την άλλη σκοπιά, το να αποδεχτείς την ισχύ της επιρροής του συνομιλητή πάνω σου και να ακολουθήσεις την πρόταση-προτροπή του περιλαμβάνει μια αυτο-παράδοση στα χέρια του άλλου, μια χειρονομία εμπιστοσύνης και εγκατάλειψης ισχύος που βρίσκεται στον πυρήνα του ερωτικού συναισθήματος. Όταν τελικά ο άλλος το δει, αρχίζει η πραγματική αγωνία. Πώς του φάνηκε; Του άρεσε; Η αναμονή απάντησης σε αυτήν την ερώτηση μπορεί να γίνει βασανιστική, όπως η αναμονή του ερωτευμένου για την ανταπόδοση ενός σ’ αγαπώ. Είτε τα δύο μέρη συμφωνήσουν είτε διαφωνήσουν, αρχίζει έπειτα ένα ρητορικός αγώνας σαγήνης. Τόσο στην περίπτωση της συμφωνίας όσο και στην περίπτωση της διαφωνίας, ο διάλογος είναι εξημμένος κι οι συνομιλητές επιθυμούν την επιβεβαίωση. Όταν ο ένας υποκύπτει ή παραδίδεται στην οπτική του άλλου, το ερωτικό παιχνίδι επιβολής-υποταγής διαπερνά ως subtext το κείμενο της συνομιλίας. Όταν τα βρίσκουν, είναι σα να φτάνουν μαζί σε ψηφιακό μικρο-οργασμό.

IV.

Η λιβιδινική οικονομία του ψηφιακού γούστου περιλαμβάνει εξίσου το αλγοριθμικό matchmaking και το συγκινησιακό excitement, τοποθετώντας τα μέσα σε ένα πλαίσιο σχέσεων δύναμης και παραγωγής. Είναι σημαντικό να το κρατήσουμε αυτό στο μυαλό μας για δύο λόγους. Πρώτον, για να κατανοήσουμε την ίδια την επιθυμία ως παραγωγική δύναμη που διαμορφώνει το ανθρώπινο και μη περιβάλλον και αποτελεί την οντολογική βάση της καπιταλιστικής αξιοποίησης. Ο Jean-François Lyotard είχε υποστηρίξει έγκαιρα πως το κεφάλαιο ούτε αλλοτριώνει ούτε καταπιέζει την επιθυμία, αλλά αντίθετα παράγει άπειρους νέους τρόπους ανάδυσης και επένδυσής της. Δεύτερον, για να μπορέσουμε να διακρίνουμε ότι δεν μιλάμε απλώς για μια σεξουαλική εξαργύρωση πολιτιστικού κεφαλαίου, πράγμα που ίσχυε και πριν την ψηφιακή εποχή άλλωστε, αλλά για μια ψηφιακή αναδιάρθρωση της ίδιας της λιβιδινικής οικονομίας. Ενώ η πολιτιστική βιομηχανία πάντα καναλίζαρε τις λιβιδινικές/επιθυμητικές ροές, η ψηφιακή απεδαφικοποίησή της έχει διαχύσει αυτήν την λίμπιντο σε κάθε εικονική πολιτισμική συναναστροφή.

Το σινεμά, για παράδειγμα, αποτελούσε πάντοτε μια σταθερά στην σημειολογία του ερωτισμού και του φλερτ σε συνθήκες ύστερης καπιταλιστικής νεωτερικότητας. Υπάρχει, άλλωστε, καλύτερο ραντεβού από την σκοτεινή αίθουσα που φανερώνει αυτά που κρύβονται από το φως; Η παλιά αμερικανική pop κουλτούρα μας δίδαξε το δόγμα του Dinner and a Movie κι η καινούρια του Netflix and Chill. Στην εκδοχή της υπερ-διογκωμένης πολιτισμικής ψηφιακής δημόσιας σφαίρας, όμως, εμπλεκόμαστε σε ένα διαρκές παιχνίδι σαγήνης όπως το εννοούσε ο Jean Baudrillard, δηλαδή ένα παιχνίδι επίδειξης αριστοτεχνίας στον χειρισμό των σημείων. Τα παλιά μαζικά media επιστράτευαν το παιχνίδι της σαγήνης για να εγκαθιδρύσουν μια σχέση πομπού-δέκτη όπου το κοινό μπορεί να επενδύσει λιβιδινικά ακόμα και σε μια διαφήμιση πλυντηρίου πιάτων. Τα νέα κοινωνικά media δεν εκπέμπουν προς κάποιον δέκτη αλλά μεσολαβούν την ίδια την σχέση του ατόμου με την δραστηριότητά του: επιχειρώντας ασταμάτητα να γοητεύσουμε ο ένας τον άλλον μέσα από την ψηφιακή επιτέλεση του εαυτού μας, καταδικαζόμαστε σε μια αόρατη εργασία σαγήνης που παράγει τον ίδιο τον περιφραγμένο ψηφιακό χώρο του platform capitalism ως αποκλειστικό ορίζοντα της πολιτιστικής ανταλλαγής. Η λιβιδινική οικονομία του ψηφιακού γούστου αποκαλύπτεται, εν τέλει, ως μια πολιτική οικονομία.

V.

Πάντα, όταν γράφω για την ψηφιακότητα, ανησυχώ μην εγγραφώ, ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τα συναισθήματά μου, στις τάξεις των αρνητών της. Δεν είναι έτσι. Δεν σκέφτομαι και δεν νιώθω έτσι, δηλαδή. Θέλω να διαχωρίσω την ανάγκη για κριτική επεξεργασία της ψηφιακότητας από την ροπή προς ηθικό πανικό για την κυριαρχία του ψηφιακού. Όχι, το ψηφιακό δεν κυριαρχεί, στην γενικότητά του, πάνω στη ζωή. Μεσολαβεί όμως, κι αναγκαστικά επομένως παράγει, κάποιες πτυχές της. Αν ορίσουμε την κυρίαρχη ψηφιακή επιτέλεση του εαυτού ως περιστολή του υποκειμένου σε ένα άθροισμα της επιμελημένης αυτο-έκφρασης των προτιμήσεών του, τότε θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι αλγοριθμοποιεί την επαφή και οργανώνει τις σχέσεις των ατόμων-προφίλ με όρους ποσοτικοποιημένης συμβατότητας σε πολιτικό, αισθητικό, ηθικό και ερωτικό επίπεδο. Το ίδιο το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ψηφιακού άλλωστε είναι ότι αναπαριστά τον εαυτό του με όρους σημειολογίας, γλώσσας και οικονομίας. Ο νέος ερωτικός κόσμος της ψηφιακής επιτέλεσης του γούστου, επομένως, οριοθετείται από αυτήν την συμβολική και λογική τάξη.

Θα μπορούσε να γίνει, άραγε, διαφορετικά; Μα, τι λέμε, γίνεται ήδη διαφορετικά. Το αναλογικό συνυπάρχει και συνδιαλέγεται με το ψηφιακό, παράγοντας τις δικές του τροπικότητες λιβιδινικής επένδυσης. Όπως πρέπει να διαχωρίσουμε την αντίληψη της ψηφιακότητας από τις τεχνο-φουτουριστικές φαντασιώσεις, έτσι πρέπει να αποκόψουμε και την αντίληψη της αναλογικότητας από την νοσταλγική επιθυμία για επιστροφή σε ρομαντικά αντι-τεχνολογικές μορφές πολιτισμικής πρακτικής. Πώς μοιάζει, λοιπόν, το αναλογικό φλερτ; Ποιες μορφές του αισθητού επιχειρεί να ξαναβάλει στο παιχνίδι; Η αναλογική ανησυχία αφήνει χώρο στο προ-υποκειμενικό και το προ-συνειδητό υπόστρωμα της ανθρώπινης επικοινωνίας. Είναι στενά δεμένη με την ενσώματη εμπειρία του Άλλου και την υλικότητα του συναισθήματος. Δεν ενδιαφέρεται για το αν έχεις δει αυτήν την ταινία. Ρωτάει αν θέλεις να την δούμε μαζί. Και αγωνιά για την απάντηση.