Warehouse Capitalism
29 Νοεμβρίου, 2022

Χρήστος Σύλλας

Now it’s hard to punch the clock
On a site where production’s stopped
I’m just a warehouse filled with junk
Some somethings for some someones

Tasking time with tracking eye
Tectonic shifts one nerve at a time
I lay my head in it

A hundred plans to fortify
Beige concrete goes on for miles
Hiding cities under it
Fill my mouth with non-mouth spit

Fugazi, Strangelight

O ιδρυτής της Amazon Jeff Bezos, υπερ-σύμβολο του σημερινού καπιταλιστικού σχηματισμού των logistics και των μεταφορών, έσπασε πρόσφατα τα σύνορα του διαστήματος, όπως στερεοτυπικά αναπαράχθηκε σαν πληροφορία στα μιντιακά οικοσυστήματα. Ευχαρίστησε τους εργαζομένους του “you guys paid for all this”, για την πραγματοποίηση ενός ασφαλούς ταξιδιού μέσα στην υπερσύγχρονη κάψουλα της Blue Origin.

H ατάκα του, ένα statement κυνισμού και υποτίμησης του κόσμου της επισφαλούς εργασίας, συνδέεται μ’ ένα σχόλιο που χρόνια πριν, στους «Μορμόνους στο Διάστημα», οι Federici και Caffentzis διατύπωσαν προφητικά. To Διάστημα, έγραφαν, δεν είναι επιθυμητό εξαιτίας των ορυκτών που έχει ο πλανήτης Άρης -τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ όσο ήταν ο χρυσός και το ασήμι στα νησιά της Καραϊβικής-. Το Διάστημα είναι επιθυμητό ακριβώς γι’ αυτό που μπορούν να σου κάνουν στον πλανήτη Άρη μόλις σε πάνε εκεί. Ο εποικισμός του Διαστήματος θα γίνει με τους όρους του κεφαλαίου που καθώς θα ξεριζώνει και θα ενσωματώνει με πολλαπλές ταχύτητες αλλοτρίωσης και φθοράς, θα χρειάζεται όπως γνωρίζουμε με όλες μας τις αισθήσεις και τους συλλογικούς σένσορές μας, κάποιους να πληρώσουν για όλο αυτό.

Ο γεμάτος ζωντανή και νεκρή εργασία ζόφος του καπιταλισμού της αποθήκης (warehouse capitalism), η διανομή των εμπορευμάτων με κάθε κόστος, η συμπυκνωμένη χωροταξία του χρόνου μαζί με την χρονική οργάνωση κάθε χώρου και τόπου, είναι η φασματική ροή του κεφαλαίου. Είναι ένα σύμπαν που εξαπλώνεται, στοιβάζεται, κατηγοριοποιεί, ενοποιεί παραπλανητικά, κατακερματίζει. Είναι πάνω απ’ όλα μια υλική πραγματικότητα, μια ορατή και αισθητηριακή υπερ-θετικότητα.

Σ’ ένα τέτοιο σύμπαν, οι αρνήσεις, οι απωθήσεις και η αφαιρετική (abstract) δυνατότητα εξαφανίζονται. Η ροπή προς τη διαφάνεια της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και προς τον αυστηρά υπολογισμένο χρόνο παραγωγής-κατανάλωσης φυσικοποιεί κάθε διαδικασία και σχέση: όλα είναι ένα προϊόν, ένας κωδικός που διατίθεται ή όχι, ή χάθηκε κάπου προς τον προορισμό του. Η υπερ-θετικότητα του καπιταλισμού της αποθήκης, ο ήχος της κοινωνικής μηχανής που λειτουργεί ασταμάτητα, στη βάση μιας αέναης ανάπτυξης, είναι το πλαίσιο της «επανάστασης των logistics».

Όπως έγραφε ο Ανδρέας Μακρής στο forlorn hopes, αναφερόμενος στην μεταπολεμική οικονομία των containers, η επανάσταση «ήταν ατελής».

«Από υποδομιακή σκοπιά, αυτή και ένα πλήθος από εξειδικευμένα λογισμικά, πλατφόρμες, ψηφιακές τεχνολογίες και αισθητήρες που συνδράμουν στην ταχύτητα και την ορατότητα της παγκόσμιας παραγωγής και κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και των πληροφοριών τους, ήταν τα αναγκαία υποστυλώματα αυτού που ονομάστηκε επανάσταση των logistics. Κι ωστόσο, η ροή παραμένει εξαιρετικά τυρβώδης. Μπορεί το κοντέινερ να έχει πια διεισδύσει στις πόλεις και τους τόπους τους, να έχει γίνει μαγαζί, σπίτι ή ινσταλέισον, όμως οι εναλλαγές ανάμεσα στις κλίμακες συναντούν ακόμη μεγάλη τριβή. Για παράδειγμα, τα προβλήματα διαλειτουργικότητας ανάμεσα στα κοντέινερ και άλλες, μικρότερες μονάδες φόρτωσης είναι διαβόητα. Κανείς δεν το γνωρίζει καλύτερα αυτό από έναν φορτοεκφορτωτή ή έναν αποθηκάριο. Υπάρχει ακόμη πολύς χώρος για αποδοτικότητα».

 

ramp Ι.

 

Ο Σ. ήταν ένας 57άρης εργάτης από την Πετρούπολη, είχε κάνει διάφορες δουλειές μέσα στα χρόνια. Τα χέρια του έπιαναν, μαστόρευε ότι έπιανε με υπολογισμένη ηρεμία, έπαιρνε τις ανάσες του όταν μπορούσε, σχεδίαζε τον κόμπο που έπρεπε να δεθεί, «μετρούσε» προσεκτικά πως θα συσκευάσει με το νάιλον (το φιλμ που λένε μερικοί), τοποθετούσε τις παλέτες ανά κωδικό και άφηνε κάποιο χώρο για να περνάνε τα παλετοφόρα και να μην βρίσκουν στις κολώνες που ήδη είχαν ξεφτισμένα τσιμέντα από βιαστικές ή μανουριασμένες κινήσεις. Φρόντιζε ώστε να μην κάνει πολλά και άσκοπα χιλιόμετρα μέσα στην αποθήκη. Ηλεκτρολογικό υλικό, ανεμιστήρες, επιδαπέδιοι, βιομηχανικοί, επιτραπέζιοι, premium, plebium, led, μπαταρίες, σόμπες, μετασχηματιστές, θυροτηλέφωνα, σένσορες για γκαραζόπορτες, you name it.

Οι λιγότερες κινήσεις ισοδυναμούσαν με λιγότερη κούραση, όταν όμως οι παραγγελίες αυξάνονταν, οι κινήσεις έπρεπε να γίνονται πιο γρήγορα: η εντατικοποίηση λειτουργούσε σαν ένεση με παρενέργειες ιδρώτα και νεύρα. Το αφεντικό του Σ., γύρω στα 85, καλοστεκούμενος διότι «δεν είχε δουλέψει και ποτέ στη ζωή του» και μ’ ένα φανταστικό τατουάζ «το άγγιγμα του Μίδα» (οι περισσότεροι στον ΣΕΒ είχαν ένα τέτοιο) ερχόταν καθημερινά με τον επιθυμητικό αέρα του εργοστασίου της γρήγορης και άμεσης παραγωγής που έμαθε στα νιάτα του. «Τι γίνεται Σ; πως τα πάμε εδώ; κάπως πρέπει να λιγοστέψουμε τον χρόνο που δένουμε αυτά τα led. Και στους ανεμιστήρες, όταν τους κάνουμε πακέτο για επαρχία, δεν χρειάζονται πολλά-πολλά τσέρκια, να μην καθυστερούμε».

Η δουλειά δεν θα έβγαινε αν το αφεντικό δεν «βοηθούσε» με πόνο ψυχής προσλαμβάνοντας εποχιακούς ανειδίκευτους εργάτες. Διπλασιάστηκε μάλιστα με τον φετινό καύσωνα, τριπλασιάστηκε θα έλεγε κανείς, αφού αρκούσε μια τυπική μιντιακή διαχείριση μαζικής ψυχολογίας για έναν καύσωνα που μπορεί και να μην ερχόταν.

Έτσι λοιπόν ο Σ., έχοντας διαμορφώσει μια πορεία σε σχέση με το πως οργάνωνε τις παραγγελίες, τις ανάσες του, τα διαλείμματά του, τον χρόνο με τον οποίο εξηγούσε (κάθε φορά, κάθε χρονιά) στους εποχιακούς τη δουλειά, ακούμπησε σ’ ένα λέβελ ύστερου καπιταλισμού. Δεν άντεξε την πίεση, τις παραγγελίες, τις συμπληρωματικές παραγγελίες, τις ακυρωμένες παραγγελίες λόγω οφειλών -αυτό το μικρό εγκεφαλικό που γαμιέσαι να φτιάχνεις κάτι, και μετά δεν χρειάζεται- το φόρτωμα στο φορτηγάκι της εταιρείας, το φόρτωμα σε φορτηγό outsourcing το οποίο πήγαινε δέματα στα πρακτορεία, το γενικότερο ξεμέσιασμα από τα κοντέηνερ που έρχονταν από την Κίνα για να βάλει ο Μίδας την «ελληνική» του μπράντα στα προϊόντα και να καταθέτει με περίσσια παγκοσμιοποιημένη περηφάνεια παχυλά ποσά στις τράπεζες, κάθε βδομάδα, σταθερά, αυξητικά.

Στη μέση μιας κάποιας βάρδιας και ενώ οι υπόλοιποι εργάτες τρέχανε πανικόβλητοι για να βγει η δουλειά, ενώ το αφεντικό αναρωτιόταν γιατί δεν φορούσαν μάσκα με 45 βαθμούς Κελσίου, ο Σ. εθεάθη τελευταία φορά να μαζεύει τη σακούλα σούπερ μάρκετ που είχε το ποτήρι του, τον καφέ και το νερό του και να χάνεται ανάμεσα σε απορημένες χριστοπαναγίες και στο βάθος της θορυβώδους Ιεράς Οδού.

 

ramp ΙΙ.

 

Η Dara Orenstein έχει γράψει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα αναγνώσματα σχετικά με τη γενεαλογία της αποθήκης και της αποθήκευσης, παρατηρώντας και αναλύοντας ευρήματα από την κοινωνική και πολιτισμική γεωγραφία της διανομής και της παραγωγής εμπορευμάτων. Στο Out of Stock: Τhe Warehouse in the History of Capitalism, επιχειρηματολογεί πως το warehousing είναι η όψη της κυκλοφορίας του Κεφαλαίου.

Ιστορικά, οι πρώτες αποθήκες (storehouses) ήταν πολιτισμικές, κοινοτικές κατασκευές για την φύλαξη αγαθών, την προστασία τους από τις καιρικές συνθήκες και την μελλοντική κατανάλωση χωρίς εμπορική εκμετάλλευση – τα ίχνη αυτών των κατασκευών οδηγούν στους Ινδιάνους. Τα warehouses είναι μετέπειτα κατασκευές των λευκών αποικιοκρατών εντός των οποίων αποθηκεύονται και φυλάσσονται τα αγαθά-εμπορεύματα, ανοίγουν δηλαδή μ’ αυτόν τον τρόπο οι δρόμοι για τις σύγχρονες ροές του κεφαλαίου. Είναι ενδεχομένως οι πρώτες επικράτειες ιδιοκτησίας, εμπορικότητας και πρωταρχικής συσσώρευσης πλούτου.

H Οrenstein εξηγεί πως οι εντάσεις μεταξύ της παραγωγής (manufacturing) και της κυκλοφορίας/διανομής εντός των καπιταλιστικών μετασχηματισμών οδηγούν στη διαμόρφωση γεωπολιτικών στρατηγικών. Τα εθνικά συμφέροντα συνδέθηκαν και σήμερα επανασυνδέονται (σε επίπεδο ρητορικής, διότι η σημασία του μεταναστευτικού προλεταριάτου βρίσκεται στη βάση των σύγχρονων οικονομιών) με τις θέσεις εργασίας του ντόπιου προλεταριάτου. Συγκεκριμένα, το manufacturing (οι κατασκευές-η παραγωγή) αντιστοιχούσε στο φορντικό εργοστάσιο και κατ’ επέκταση στο «εκ γενετής» δικαίωμα του λευκού άνδρα για εργασία. Είναι το γνωστό μονοπάτι που ακολούθησε πολιτικά ο  τραμπικός (μισογύνικος και τρανσφοβικός) εθνικισμός του “Μake America Great Again”.

Γύρω στη δεκαετία του ΄70 η θέση του warehousing καταλαμβανε περισσότερο έδαφος όσο η παραγωγή μεταφερόταν σε χώρες φτηνών εργατικών χεριών με τη δημιουργία ζωνών ελεύθερου εμπορίου (free trading zones) και με τη δημιουργία των Foreign Trade Zones σε εθνικά εδάφη. Ο καταμερισμός της εργασίας πλέον γίνεται στη βάση της συμπίεσης του χρόνου ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση, στην εξαφάνιση των τριβών και των καθυστερήσεων που προγραμματίζονται, παράλληλα με τις ιντερνετικές πραγματοποιήσεις.

Η αποθήκευση στις ζώνες και η κουλτούρα του last mile delivery είναι η εγκόλπωση της παραγωγικής διαδικασίας με τη διανομή και την κυκλοφορία. Οι χειριστές στις εμπορικές ζώνες, οι αποθηκάριοι, οι εργάτες φορτωτικών μηχανημάτων κ.α. βρίσκονται στην αιχμή των σύγχρονων κεφαλαιακών ροών.

Η Orenstein επιμένει πως γνωρίζουμε ελάχιστα για το τι συμβαίνει σε μια αποθήκη, οι αναπαραστάσεις που έχουμε κοινωνικά και πολιτισμικά οδηγούν σ’ ένα συνεχές σκοτάδι, σε μια θολή ατμόσφαιρα παρανομοποίησης και παραβατικότητας, καταλήγουν με λίγα λόγια σε μια εξωτικοποίηση της πιο αντιπροσωπευτικής για το κεφάλαιο διαδικασίας. Διαπιστώνει πως πρόκειται για μια περιοχή όπου η παραβατικότητα και η θεσμική, κρατική μεροληψία (συνήθως οι εξαιρέσεις από φόρους, η καταπάτηση εργασιακών δικαιωμάτων κλπ) είναι το αποτέλεσμα συμβιβασμών μεταξύ επιχειρηματιών και κρατών, είναι με λίγα λόγια η επιτομή της πολιτικής.

 

ramp ΙΙI.

 

“Some freeports are just warehouses– here, you can actually enjoy your possessions” […] “Our clients use us because we have no priorities above their property”. Στο Tenet του Christopher Nolan, ο υπεύθυνος για τη ξενάγηση στην αποθήκη-τερματικό του Oslo, παρουσιάζει στον Neil μια υπερασφαλή περιοχή που δικτυώνεται με άλλα freeports στον κόσμο, με ζώνες δηλαδή που δεν υπόκεινται σε φορολογικά ή άλλα εμπόδια. Ο πλούτος των ελίτ παίρνει τη μορφή blue chip τέχνης, πινάκων, διαμαντιών, χρηματιστηριακής υπεραξίας, μεταφέρεται σε κοντέηνερς και επικοινωνεί μέσα από ένα φάσμα logistics με τους ιδιοκτήτες του. H αναφορά στις κυψέλες του θησαυροφυλακίου (“based on the Pentagon”) και στη δυνατότητα απομόνωσης-αυτοπροστασίας τους σε περίπτωση γενικής καταστροφής, είναι μια τεχνολογία που αναπαριστά ολοένα και πιο πολύ τις ταξικές και κοινωνικές σχηματοποιήσεις στις μητροπολιτικές περιφέρειες: οι ισχυροί απομονώνονται με ασφάλεια από το κέντρο ως ρίζα-έδαφος εξεγέρσεων και η αποτροπή παρεμβάσεων στην καπιταλιστική κανονικότητα γίνεται με μηδενικό ρίσκο, στη βάση της ελάχιστης ζημιάς.

Η ταξικότητα σ’ αυτό το επίπεδο warehousing υποδεικνύει στιγμιαία την κυρίαρχη πολιτική οικονομία: υψηλή τέχνη, χρηματιστηριακά προϊόντα υψηλού ρίσκου, διακίνηση ναρκωτικών, ξέπλυμα χρημάτων, ένα κράμα κρατικών διευθετήσεων και κεφαλαιακών στρατηγικών. Από καιρό σε καιρό φυσικά, εμφανίζονται διάφορες θεσμικές συστάσεις (π.χ. από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή) για τους οικονομικούς κινδύνους που περιλαμβάνουν τέτοια σχήματα – μάλλον πρόκειται για μελαγχολικές προσπάθειες αυτορρύθμισης της αγοράς και του νεοφιλελευθερισμού.

Το βάρος ωστόσο και η σκληρότητα της μελαγχολίας σαν ψυχοκοινωνικό πεδίο πάλης δεν υποκειμενοποιείται στους θεσμούς ούτε ανήκει στο «καινοτόμο» sadposting εταιρειών και επιχειρήσεων. Η ασφυξία που αισθάνεται η εργατική τάξη, ο μόχθος που γίνεται trackable και το άγχος που οδηγεί στη διάλυση ακόμη και του καπιταλιστικού πρωτοκύτταρου, της οικογένειας, ανήκει στον Ricky του Sorry We Missed You.

Ο R. πουλάει το αυτοκίνητο της συντρόφου του που δουλεύει εξαντλητικά ωράρια σαν προσωπική νοσοκόμα, για να ξεκινήσει «δική» του επιχείρηση κάνοντας διανομές με βαν. Ο επικεφαλής αποθηκάριος που τον ελέγχει καθημερινά, ένας μικρομεσαίος επιστάτης της εταιρείας, ξεστομίζει δυστοπικές ατάκες που ξεχειλίζουν απειλή και επισφάλεια ενώ διαλύει ψυχολογικά και τους υπόλοιπους «συνεργάτες» του Ricky. Στον καμβά της gig economy, η αποπροσωποποίηση του labour χαρακτηρίζει τις διαμεσολαβημένες από apps δουλειές και ψηφιακές πλατφόρμες. Οι ψηφιακές στολές των πρεκάριων δεν καλυτερεύουν τη ζωή τους, μοιάζουν απλά να φωσφορίζουν μέσα στα νέα sweatshops. Η εργασιακή αποτυχία του Ricky είναι ένα υπαρξιακό και σχεσιακό τραύμα που αποτυπώνεται στο καταρρέον πρόσωπό του και στις σχέσεις με την οικογένειά του. Η τραγωδία του να επιμένει να πάει στη δουλειά (αχ αυτή η τελευταία σκηνή), για να μην φάει κι άλλο πρόστιμο, για να μην τήν χάσει σε τελική ανάλυση, είναι το ψυχόδραμα του καπιταλισμού της αποθήκης. Η απομυστικοποίηση του εμπορεύματος είναι ορατή τελικά – δεν είναι κάτι άλλο πέρα από την ανθρώπινη εξουθένωση.

 

ramp ΙV.

 

Ο Μ. που μάλλον δεν γνωρίζει τον Ricky από το Dorset, είναι οδηγός σε εταιρεία στο Αιγάλεω. Ξέρει όχι μόνο να πακετάρει για Αθήνα αλλά και για επαρχία, ξέρει να πακετάρει όπως ακριβώς χρειάζεται για τα πρακτορεία στον Ελαιώνα, στον Ρέντη, ακόμα και για τα μαγαζιά στο κέντρο της πόλης. Το ξέρει γιατί ο ίδιος κατεβάζει τα δέματα, με τα γάντια του και με την ταλαίπωρη μέση του.

Ο Μ. δεν ξέρει τον Ανδρέα ούτε την V. που δουλεύουν σε logistic centers και warehouses -τους αλυσοδένει μια κοινή μοίρα-. Δουλεύει μέσα και ενδιάμεσα στην αποθήκη, στο φορτηγό, τις μεταφορικές και τη βιομηχανική ζώνη του Ασπρόπυργου. Αφού κολλήσει στην Ορφέως και τον πιάσει κρίση πανικού, προσπαθεί με το μάτι να δει ποιο στενάκι θα πάρει για να γλιτώσει έστω και λίγο χρόνο από το burn out  – άμα έχει βοήθεια, στέλνει τον συνοδηγό με τζόκινγκ να αφήσει τα πιο μικρά δέματα στις ξεχαρβαλωμένες ράμπες. Η κόλαση βρίσκεται σίγουρα στα πρακτορεία. Το καλοκαίρι είναι θαύμα πως δεν θρηνούνται νεκροί. Στρέφει το κεφάλι με ανάμεικτη ματαίωση, αποστροφή και απογοήτευση όταν μετανάστες εργάτες προσπαθούν να παλετοποιήσουν cargo μέσα στις νταλίκες. Είναι αδιανόητα βαριά δουλειά. «Γι’ αυτό την κάνουν μετανάστες, σιγά μην έρθουν Έλληνες».

Ο Μ. οδηγεί στην Αττική, προς το Θριάσιο και την ΒΙΠΕ Ασπροπύργου, για να αφήσει μια μεγάλη παραγγελία, υπερτυποποιημένη, σένια. Κοιτάζει το παραφουσκωμένο κύτταρο της χωματερής στη Φυλή και αισθάνεται μια χαμηλής έντασης ικανοποίηση για τους αγωγούς που δίνουν διέξοδο σε αέρια που περιστασιακά εκρήγνυνται. Έχει ραντεβού από τις 10 μέχρι τις 11, θα αφήσει τις παλέτες στην ράμπα Νο 11, θα φορέσει το φωσφοριζέ προβλεπόμενο γιλέκο, θα χαιρετίσει τυπικά μεν, εγκάρδια δε τους συνεργάτες συνέλληνες. Η αποθήκη πληροί όλα τα στάνταρντς του πολιτισμού της παλέτας, του κοντέηνερ και της ταξινόμησης. Ο έμφυλος καταμερισμός εργασίας είναι διαφορετικός απ’ ότι στα πρακτορεία, η femme ταυτότητα είναι εδώ ορατή, και εκμεταλλεύσιμη. Οι μετανάστες είναι σχεδόν απόντες.

«Έτσι πρέπει να γίνονται οι δουλειές, ωραία, τακτοποιημένα», λέει. Λίγα μέτρα μετά, χτυπάει το τηλέφωνο. Ο αρχι-αποθηκάριος της εταιρείας του λέει ότι δεν μπορεί να σχολάσει γιατί πρέπει να φύγουν κι άλλα δέματα. Ένα οργισμένο κορνάρισμα στην μπροστινή νταλίκα, μια αγωνία που αναλαμβάνει εκ νέου. Οι ράμπες στα πρακτορεία έχουν ανοίξει στόμα όπως στο Thing του Carpenter. Ακόμα και τα μελάνια από τις σφραγίδες των τιμολογίων έχουν πλημμυρίσει τον τόπο, σαν επικίνδυνο αιμάτωμα. Ο Μ. βάζει τα κλάματα, σαν να μετανιώνει κάθε στιγμή μιας τέτοιας ζωής, σαν τον Ricky από το Dorset.

 

ramp V.

 

Το καπιταλιστικό κύκλωμα λοιπόν φυσικοποιείται στην παραγωγή just-in-time, στο last mile delivery ή με άλλα λόγια στην απρόσκοπτη μεταφορά εμπορευμάτων και προϊόντων στον καταναλωτή: οτιδήποτε παραμένει στις αποθήκες είναι χαμένο χρήμα, χρειάζεται να καταναλώνεται με μεγαλύτερες ταχύτητες. Όσο το δυνατόν λιγότερος χρόνος παραμονής στο ράφι, τόσο μεγαλύτερη κερδοφορία.

Ο Νίκος Βράντσης γράφει εύστοχα για την ορμή που υπόσχεται το π-container (ένα συναρμολογήσιμο κουτί που περιέχει διαφορετικής κλίμακας δέματα, αντικείμενα και φτάνει να μεταφέρεται ως container, συνήθως με ενσωματωμένες τεχνολογίες παρακολούθησης και ελέγχου) ενάντια στις τριβές και τα εμπόδια των συνόρων, των πόλεων, των λιμανιών, της εργατικής αυτονομίας.

«Η θεμελιώδης φαντασίωση της τέχνης των logistics είναι ο συνολικός εγκιβωτισμός κάθε στοιχείου του κόσμου: η μεταφορά ενός κόσμου προϊόντων που εισέρχονται στην επιφάνεια της μεταφορικότητας, σε μια απλοποιημένη, μεταφορική μορφή του π-container. […] Η επικράτεια της μεταφοράς είναι η επικράτηση του σημαίνοντος, ως νίκη της επιφάνειας».

Η επικράτεια των μεταφορών, η μητροπολιτική επιδερμίδα την οποία οι επισφαλείς delivery εργάτες φόρεσαν, δουλεύοντας νυχθημερόν κατά τη διάρκεια των lockdown, είναι από τα πιο εντατικοποιημένα τερέν της ταξικής πάλης. Οι πόλεις φαντάσματα που δημιουργήθηκαν εξαιτίας των μέτρων για τον covid, ανέδειξαν το σενάριο: το κεφάλαιο αναζητά την εδαφικοποίηση σε πολλαπλά επίπεδα, χρειάζεται πάντα τον χώρο για να κινηθεί, για να σταματήσει ή να επιταχύνει.

Η κρίση των κοντέηνερς, η αποδιοργάνωση της εφοδιαστικής αλυσίδας και η “items off the menu” κατάληξη σε αρκετές περιπτώσεις, δείχνουν ότι οι εργάτες σε μεταφορές και logistics συνθέτουν τα κύρια υποστυλώματα των καπιταλιστικών δικτύων. H Orenstein αναφέρει στο βιβλίο της πως κάποτε η κατάληψη ή η απεργία στα εργοστάσια ήταν ένας τρόπος σαμποτάζ στο σύστημα, πλέον παρόμοιες ενέργειες έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες όταν εμφανίζονται σε warehouses και logistic centers.

Αρκεί ένα ψάξιμο για τις κινητοποιήσεις στην Amazon, ώστε να δει κανείς σε τι βαθμό φτάνουν οι εργατικές διεκδικήσεις αλλά και σε ποιο βαθμό απαντούν οι managers και τ’ αφεντικά. Έπειτα από διάφορες απεργίες με κεντρικό αίτημα την ασφάλεια (ωράρια, επιτήρηση κλπ), η εταιρεία έδινε τη δυνατότητα στους εργάτες να πάρουν ρεπό μέρες, ώρες ακόμα και λεπτά από την εργασία τους. To VTO (voluntary time off), με τη μορφή app στο κινητό κάθε εργάτη, ήταν εκεί, διαθέσιμο για να αποσυμπιέσει τον θυμό και κατ’ επέκταση την οργάνωση και τις διεκδικήσεις – την ίδια ώρα η εταιρεία ήλεγχε τον όγκο της δουλειάς, μεταφέροντας τον σε νέα centers που άνοιγαν με γοργούς ρυθμούς: έτσι τα απεργιακά αποτυπώματα εξασθενούσαν και οι σχέσεις διεκδίκησης διαρρηγνύονταν, τα νέα κέντρα αναλάμβαναν τη διανομή απρόσκοπτα.

 

ramp VI.

 

Ο Walter Benjamin θεωρούσε ότι μέσα από τις φαντασμαγορίες του 19ου αιώνα, δηλαδή από τις παραγόμενες εικόνες της λογοτεχνίας, της αρχιτεκτονικής, της πολεοδομίας κ.α., γινόταν πιο ξεκάθαρος ο φετιχιστικός χαρακτήρας του εμπορεύματος. Μέσα από την λαμπρότητα των εικόνων και των συνδηλώσεων υπήρχε μια προσπάθεια να κρυφτεί το νόημα της οικονομίας στον καπιταλισμό: ότιδήποτε παράγεται έχει αφαιρεθεί από αυτόν που το παράγει.

Αν βλέπαμε σειρές με τον Benjamin, μια βραδιά στα Κάτω Πατήσια, θα συμφωνούσαμε και σήμερα μαζί του, ίσως βέβαια να ανοίγαμε την κουβέντα από μια εξατομικευμένη depressed pop αλλά και empowering αισθητική πάνω στις φαντασμαγορίες τηλεοπτικών saga που αποτυπώνουν και οπτικοποιούν την ένταση και τις εκδοχές της ταξικής πάλης. Nevermind.

Ο καπιταλισμός της αποθήκης, διαπερνάει τις κοινωνικές σχέσεις, πραγματοποιείται υλικά και ιδεολογικά: η στέγη, τα γκέτο, τα οικοδομικά κύτταρα έξω από τις πόλεις, σχεδιάζονται στη βάση του containerization. Με σειρά, τακτοποιημένα, εύκολα διαθέσιμα για την πρόνοια και το κράτος να επιχειρήσουν εντός τους. Αυτή είναι η γειτονιά της Maeve Wiley στο Sex Education. Η Maeve προσπαθεί να ξεφύγει από τα «συμπαθητικά» βαμμένα και διακοσμημένα με έπιπλα και κουρτίνες container-τροχόσπιτα. Κάνει hustling με sex advice meetings για να έχει ένα πιάτο φαί και να γεμίζει την μπουκάλα με το αέριο για την κουζίνα (αν και συνήθως κλέβει από τη γειτόνισσα). Το λύκειο Moordale φαντάζει σαν τη μοναδική ευκαιρία ταξικής ανέλιξης. To container της και το camp, έτσι όπως φαντάζουν από τις λήψεις drone, προσγειώνονται στα μάτια μας μαλακά, σαν σημεία των πλανητικών αποκλεισμών και περιθωριοποιήσεων.

Στην ίδια κατεύθυνση αλλά με πιο σκληρή κινηματογράφηση, η αποθήκη εμφανίζεται σαν σκηνοθετικό σετ, σαν εναλλακτική ζωή, σαν πραγματική επιλογή. Το ανατριχιαστικό Squid Game εμφανίζει τους ανθρώπους σαν εμπορεύματα που τζογάρουν την ζωή τους. Δείχνει πως η εξαθλιωμένη ζωή του περιθωρίου, του σύγχρονου οφειλέτη είναι μια ζωή που μπορεί να ανταλλαχθεί με τη συμμετοχή σ΄ ένα (εξίσου) θανατηφόρο παιχνίδι με οικονομικό έπαθλο. Ο χώρος που ξεκινούν τα παιχνίδια, εκεί που κοιμούνται οι παίκτες, είναι ένα συγκλονιστικό καθρέφτισμα του warehouse capitalism.

Η δήλωση ανήκει στον σκηνοθέτη της σειράς, Hwang Dong-Hyuk, ο οποίος εξήγησε την αναπαράσταση που επέλεξε ο art director του, Chae Kyoung-Sun.

“Rather than treating them like people, Chae suggested the contestants be presented like objects, piled on the warehouse shelves”

 

Πηγές:

Dara Orenstein, Out of Stock: The warehouse in the history of capitalism, The University of Chicago Press (2019)

Ανδρέας Μακρής, Forlorn Hopes, Yusra-Quarantine Edition (26/4/2020)

Νίκος Βράντσης, Απλουστεύσεις – Χώροι, Υποκείμενα και Καταστολή σε Συνθήκες Πλανητικής Αστικοποίησης, Εκδόσεις Αυτολεξεί (2021)

Dana Blanchard, Brian Bean, Primed for Struggle, Interview with an Amazon worker in Chicago, Rampant Magazine (online) (11/3/2021)

Fabian Vugrin, Alexander Brentler, Logistic Workers Make Global Capitalism – and They Can Break It, Too, Interview with Katy Fox-Hodess, Jacobin Magazine (online)

Walter Benjamin, Παρίσι, Πρωτεύουσα του 19ου αιώνα – Παρουσίαση του 1939. Εκδόσεις ΟΥΑΠΙΤΙ (2020)

Angry Workers of the World, Welcome to the Jungle – Working ans Struggling in Amazon warehouses.

Cajsa Carlson, Squid Game’s violent contests take place in spaces designed “to trigger nostalgia” says director Hwang Dong-Hyuk, Dezeen (online)