Υπάρχει καλός κλέφτης; Φυσικά και υπάρχει. Και γιατί κλέβει, αν είναι καλός; Είναι καλός στο κλέψιμο, δεν είναι σκέτα καλός. Και γιατί κλέβει; Γιατί είναι καλός στο κλέψιμο.
Αλλά εμείς εδώ σήμερις θα πούμε για την καλή λογοτεχνία. Διότι μπορεί να νομίζετε, αν έχετε διαβάσει τα δύο προηγούμενα τεύχη, πως θα κάνουμε όλο τα ίδια και τα ίδια, αλλά όχι, κυρίες και κουίρια μου!
Έχω μια φίλη (που έχει μια φίλη) που την ενοχλεί πολύ ν’ ακούει για (την) καλή λογοτεχνία. Ταράζονται τα νεύρα της, δεν μπορεί να το διαχειριστεί, φορτώνει, θυμώνει: Η καλή λογοτεχνία κάνει τη φίλη μου να μοιάζει κακή[1].
Η καθηγήτρια πανεπιστημίου που έμπαινε στο αμφιθέατρο, μας έλεγε πως αποκλείεται να έχουμε διαβάσει έστω ένα καλό βιβλίο και έφευγε, μπορεί να ήξερε από λογοτεχνία, δεν βοήθησε όμως ποτέ καμιά άλλη να έρθει σε επαφή με τη λογοτεχνία. Η λακωνικότητά της δεν επέτρεψε να καταλάβουμε έστω αν πίστευε πως διαβάζαμε μόνο κακά (το αντίθετο των καλών) βιβλία ή πως δεν διαβάζαμε τίποτα.
Αν έχεις αϋπνία, καλό είναι το βιβλίο που θα σε χαλαρώσει και θα σου φέρει όνειρα γλυκά. Αν έχεις βαριά ψυχολογία, καλό είναι το βιβλίο που θα σε βγάλει απ’ τη μαυρίλα – και απ’ τη μαυρίλα άλλα άτομα προτιμούν να βγουν με ένα ήρεμο κιτρινάκι και άλλα με ένα θορυβώδες βαθυ-πράσινο. Αν καθόταν ποτέ εκείνη η καθηγήτρια ν’ ακούσει, θα της έλεγα πως μικρότερη είχα διαβάσει μερικά βιβλία που ήταν τόσο καλά που πήραν μακριά ό,τι αυτοκτονικές σκέψεις είχα και δεν είχα[2].
Η νεαρή μου εαυτή δεν χόρταινε να παρατηρεί τις σχέσεις της με τα βιβλία. Τα θεωρούσε ζωντανούς οργανισμούς. Στα περισσότερα έδινε μία μόνο ευκαιρία και ήταν αρκετή, σε κάποια έδινε και δεύτερη. Της είχε συμβεί να αγαπήσει βιβλίο στη δεύτερη ανάγνωση (και το αντίθετο), να νιώσει πως ένα βιβλίο κάτι σημαντικό κάνει, χωρίς όμως να την αγγίζει (και το αντίθετο), της είχαν συμβεί πολλά. Και τα σκεφτότανε καμιά φορά, αν και όχι προσπαθώντας να καταλήξει σε συμπεράσματα.
Ούτε και σήμερα το βρίσκω αναγκαίο να βγάζω συνεχώς συμπεράσματα. Τα βιβλία τα θεωρώ προϊόντα πια, ή τουλάχιστον έτσι λέω, και αποφεύγω να τα μυρίζω, να τα χαϊδεύω, να τους μιλάω μπροστά σε κόσμο. Δεν έχω όμως κανένα πρόβλημα να μιλάω σε γνωστό και άγνωστο κόσμο για βιβλία, ακόμα και να προτείνω βιβλία, παίρνοντας για δεδομένο πως δεν είμαστε σε αγαστή σύμπνοια, δεν πρόκειται να συμφωνήσουμε όλες σε κάτι, αλλιώς ορίζει ο καθένας το καλό, οι ανάγκες, οι γνώμες και οι επιθυμίες αλλάζουν τόσο από άτομο σε άτομο όσο και από στιγμή σε στιγμή.
Είμαι σε θέση να γνωρίζω ωστόσο πως άλλοι το βλέπουν κάπως έτσι: Πρέπει (!) να σου αρέσει ο Έλιοτ, αν δεν σου αρέσει καλύτερα να σωπάσεις, γιατί ο Έλιοτ είναι σίγουρα καλός και, αν δεν σου αρέσει, εσύ φταις, εσύ δεν ξέρεις,[3] εσύ δεν καταλαβαίνεις. Ο Έλιοτ είναι καλός. Το λέει και… Κι αλήθεια, πού το λέει; Ποιος θα μας υποδείξει τι να διαβάσουμε; Ο εκδότης που θέλει να πουλήσει; Το υπουργείο παιδείας που-για-ποιον-στον-κόσμο-λόγο-να-το-εμπιστευτούμε; Η καθηγήτρια πανεπιστημίου που έχει καλύτερα πράγματα να κάνει απ’ το να δίνει εξηγήσεις και τα φώτα της; Ο κριτικός που ξέρει (;) από λογοτεχνία με διαπιστευτήρια ή χωρίς; Ο βιβλιοπώλης, γιατί αυτή είναι η δουλειά του; Το ένστικτό μας ίσως;
Δεν έχω μαζί τον σάκο με τις απαντήσεις. Εκείνο που ήθελα να πω είναι πως τα περί καλής λογοτεχνίας είναι μια από κείνες τις παγίδες στις οποίες μας ρίξανε όταν ήμασταν μικρές (άλλοι έπεσαν στον μαγικό ζωμό – τυχερά είναι αυτά). Το σχήμα «καλή λογοτεχνία», τώρα που μεγαλώσαμε, μπορεί να αναγνωριστεί ως απομεινάρι της προσκόλλησης στον κανόνα: Η λογοτεχνία λογίζεται καλή, επειδή το λέει η βίβλος, ο Χάρολντ ο Μπλουμ, η αρχή. Είναι, θα έλεγα, ένα εξηγήσιμο σχήμα, που προέκυψε από μια αμφισβητήσιμη ανάγκη (να υπάρξει και σ’ αυτό το πεδίο κάτι που δεν αρμόζει στο πλήθος) και διαδόθηκε από άτομα που είχαν εξασφαλίσει τη θέση τους στην ιδανική πολιτεία. Με όσο τουπέ και να πορεύεται στις κεντρικές λεωφόρους όμως, προσωπικά θα του αναγνώριζα βαρύτητα υπό μία έννοια μόνο: παίρνοντας τη μεγάλη ιδέα, τα διακριτικά μιανής εξουσίας, την έννοια του άξιου (να ξεχωρίσει, να εκπροσωπήσει τη χώρα, να νικήσει), όλα αυτά που κουβαλάει τέλος πάντων, για βαρίδια.
Πάει καιρός που έχει ξεσπάσει αναταραχή. Πρώτα ήταν τα κουρασμένα βλέμματα, μετά τα φλεγόμενα βέλη – ο κανόνας κονταροχτυπιέται για να σωθεί,[4] η αμφισβήτηση ήρθε για να μείνει. Σπουδές φύλου και σεξουαλικότητας, μετα-αποικιοκρατικές αναγνώσεις, κουίρ εργαλεία, φεμινισμοί, ανάσες. Οι σημερινές αναγνώστριες δεν έχουν ανάγκη από άλλους παντογνώστες, τους σιχάθηκαν, θα κρίνουν μόνες στο εξής τι είναι «καλό» για τις ίδιες και θα το πουν αλλιώς, θα βρουν δικές τους λέξεις. Το μόνο που χρειάζονται είναι χώρος[5] – χώρος που θα χρησιμεύσει και για οπλοστάσιο.
Μια γειτόνισσα, λίγο πιο νέα από τη μάνα μου, μου είχε πει πριν λίγους μήνες, με κάτι που έμοιαζε με καημό: «Η λογοτεχνία παλιά ήταν αλλιώς. Εμείς ξέραμε τον Καρυωτάκη». Μου πέρασε απ’ το μυαλό να της εξηγήσω πως και εμείς τον ξέρουμε, νομίζω όπως πως εκείνο που ήθελε λίγο πολύ να πει είναι πως δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στον χώρο της λογοτεχνίας. Βλέποντάς το έτσι, μου φάνηκε γλυκό το κάτι σαν καημός της.
Η λογοτεχνία όμως ούτε ήταν ούτε είναι ένα μόνο πράγμα – ο Καρυωτάκης δεν αποτέλεσε ποτέ μονόδρομο, θέλω να πω. Ταυτόχρονα, ο κόσμος αλλάζει συνεχώς και μαζί του αλλάζει και η λογοτεχνία. Η σημερινή όμως δεν γράφεται πάνω στην παλιά, ακυρώνοντάς την.
Αν προτιμάς την παλιά, υπάρχει περίπτωση να την έχεις απλώς συνηθίσει, σαν το φαγητό της μαμάς σου, που δεν είναι απαραίτητα το πιο νόστιμο, αλλά εσύ δεν το αλλάζεις με κανένα. Δεν έχει σημασία. Μπορείς να διαβάζεις Καρυωτάκη για πάντα. Μπορείς, αν θέλεις, ν’ αναζητήσεις και επιγόνους του. Θα ήταν όμως παράλογο ν’ αντιμετωπίσουμε τη λογοτεχνία σαν να τελείωσε στον Καρυωτάκη ή να περιμένουμε άλλον έναν σαν αυτόν.
Άλλο πάντως αυτό (να μην προλαβαίνεις τις εξελίξεις, να έχεις αναγνωστική αγωνία ή ανασφάλεια, να σου λείπουν οι τρόποι των ποιητών που αγάπησες) και άλλο το ειρωνικό γελάκι και το ύφος ανωτερότητας, ο σνομπισμός και η ακύρωση καθετί διαφορετικού από τα παραδεδεγμένα. Γιατί υπάρχει και αυτό. Η θέση «με φεμινιστικές γραφές/ σκοπιές θ’ ασχολούμαστε τώρα;», η θέση «αυτή η λογοτεχνία είναι περιθωριακή, δεν έχει τίποτα να πει», η θέση «η κουίρ λογοτεχνία θα ξεφουσκώσει και θα ξεχαστεί»[6]. Και του λείπει η αθωότητα.
Πίσω στον Έλιοτ, το παιχνίδι ήταν, για άλλη μια φορά, πολιτικό. Έκαναν τα πάντα για να στρέψουν την προσοχή μας πάνω του, έτσι ώστε να μη δούμε τι συμβαίνει στην υπόλοιπη χώρα [land]. Δεν ξέρω αν μπορώ να συγχωρέσω τις δασκάλες και τους υπόλοιπους για όσα μας απέκρυψαν.
Γενικεύοντας ξανά, η λογοτεχνική ζωή συνεχίζεται και χωρίς κλασικούς και χωρίς νομπελίστες (και χωρίς Νόμπελ, είναι εκείνο που θέλω κυρίως να πω). Ο εκδοτικός χώρος θα δεχόταν μια αναστάτωση χωρίς Μπούκερ, ο αναγνωστικός θα συνέχιζε ατάραχος τη ζωή του.
Στο μεταξύ, κουβέντες όπως «είμαι αυστηρός/ επιλεκτικός εγώ, διαβάζω μόνο καλή λογοτεχνία», συνεχίζουν να τις λένε αυτοί που δυσκολεύονται να σε αναγνωρίσουν και που δεν κουράζονται ποτέ να μιλάν και να δείχνουν, έχουν όμως κουράσει πολύ. Ομολογώ εδώ τον ψυχαναγκασμό μου: Κάθε φορά που ακούω κάτι τέτοιο, σκύβω πάνω από το φρασεολόγιό μου, διαλέγω κάτι και το αποχαιρετώ. Τελευταίο ήταν το «ξέρει να γράφει». Παλιά πίστευα πως τα λέμε για να συνεννοούμαστε κάτι τέτοια, υπάρχουν όμως χίλιοι δυο τρόποι για να συνεννοηθούμε, αν το θέλουμε.
Έχοντας διαβάσει ανορθόγραφα, ασύντακτα, ανορθόδοξα ως προς τη χρήση της γλώσσας κείμενα που μου τάραξαν το είναι, και άλλα που πρόδιδαν περγαμηνές και ακριβές γραφίδες (και ενίοτε ταυτόχρονα: βαθιά σκέψη και επισταμένη επεξεργασία) που δεν μου το τάραξαν, η σημερινή μου τοποθέτηση είναι: Φτάνει πια με την αριστεία, τις δεξιότητες, τον ικανοτισμό μας[7]. Είναι: Ό,τι και να κάνετε, η λογοτεχνία θα είναι για όλα/ες/ους. Είναι: Αν αυτό που σου πασάρουν για καλό, εσένα σου βρωμάει, και τη μύτη σου να κλείσεις μπορείς και να τους το αντιγυρίσεις μπορείς. Είναι: Αν δεν θέλεις να ξαναδιαβάσεις αναγνωρισμένους, μεγάλους, φτασμένους λογοτέχνες, μπράβο σου, ενδεχομένως το έχεις ανάγκη και πρόκειται σίγουρα για αναφαίρετο δικαίωμά σου. Είναι: Καλή λογοτεχνία δεν υπάρχει· κακή συμβουλή υπάρχει.
Μου έλεγε πρόσφατα ένα φιλενάδι, που ακούει στο όνομα Γιώργη(ς), πως το ενοχλούν οι προστακτικές, πιστεύει πως δεν χρειάζονται σε τίποτα, πως μπορείς να πεις «άνοιξε το παράθυρο», αποφεύγοντας την προστακτική. Μου φάνηκε ένα από τα πιο τρυφερά πράγματα που έχω ακούσει και δεν άργησα να σκεφτώ πως μπορεί να βρει την εφαρμογή του και στις κουβέντες μας για τη λογοτεχνία[8]. Κουβέντες πέρα από απόλυτα και δίπολα, για τη λογοτεχνία όχι όπως μας την έδειξαν, αλλά όπως θα θέλαμε να είναι. Για τη λογοτεχνία που μας αρέσει, μας χωράει και μας σώζει.
Η στήλη αυτή, που ξεκίνησε δυο τεύχη πίσω και ήρθε η ώρα να εξηγηθεί, αφορά αυτήν ακριβώς τη λογοτεχνία και ήταν ιδέα της αγαπημένης μου Ζωής[9]. Θα λεγόταν μπουκς μπουκς (με ελληνικούς χαρακτήρες), αλλά χαθήκαμε στη μετάφραση. Η ουσία παραμένει: Έμπνευσή της αποτέλεσε ένα παιδικό[10] που έβλεπα μικρή, με ένα βόδι που φορούσε κόκκινη φόρμα εργασίας και ξύλινα τσόκαρα και έκανε παρέα με μια χελώνα. Το βόδι λεγόταν Μπους, το παιδικό Μπους Μπους. Οι τίτλοι αρχής έλεγαν «ένα βόδι παλικάρι/ Μπους Μπους, Μπους Μπους/ της μανούλας του καμάρι/ Μπους Μπους, Μπους Μπους» και μου έφτιαχναν πάρα πολύ το κέφι.
Τώρα ξέρετε.
[1] Σας είχα προειδοποιήσει για το κριντζ.
[2] Δεν ήτανε καλά εκεί που μεγάλωνα και στην εφηβεία ένιωθα και ήμουν απολύτως μόνη. Διάβαζα ό,τι
έπεφτε στα χέρια μου μετά μανίας, αργότερα κατάλαβα πως ήταν ο τρόπος μου να το σκάω. Δεν είχα
πρόσβαση σε καμιά αξιοθαύμαστη βιβλιοθήκη. Πήγαινα από τη Ζωρζ Σαρή στον Λουντέμη και από τα
Μίκυ Μάους στον Ηλίθιο. Από κάπου τον είχα δανειστεί τον Ντοστογιέφσκι. Θυμάμαι να με
συγκλονίζει και μετά από πάρα πολλές σελίδες να με κουράζει, αλλά να μη με πειράζει
[3] Δεν ήξερες, δε ρώταγες; ᾔδη· τί δ᾽ οὐκ ἔμελλον; ἐμφανῆ γὰρ ἦν…
[4] Προσωπικά δεν νομίζω πως σώζεται. Ήθελα να το σημειώσω αυτό, παρ’ ότι είναι σαφές πως δεν θα
επηρεάσει την έκβαση καμίας μάχης: ούτε του κακού με το καλό, ούτε του ασήμαντου με το
σημαντικό, ούτε του χαμηλού με το υψηλό.
[5] Και το τελευταίο πράγμα που τις απασχολεί είναι να τις αναγνωρίσουμε ως επαρκείς αναγνώστριες.
[6] Μακρινή ξαδέρφη της θέσης «τι κριντζ και μιντζ, ελληνικά είναι αυτά που μιλάτε;».
[7] Μια καρδούλα στη Σουλίτσα τη Μαρινούδη στο σημείο αυτό, που μ’ έβγαλε από ύπνο βαθύ,
βοηθώντας με ν’ αντιληφθώ πέντε πράγματα (με πρώτο το βάθος του ύπνου μου).
[8] Απ’ τις οποίες τι καλά θα ήταν να λείψουν επιτέλους κάτι «πρέπει να καταλάβουμε (να χορέψουμε,
να κάνουμε τούμπες)».
[9] Όταν λέω Ζωή, είναι πάντα Κόκκα.
[10] Έτσι τα λέγαμε τότε. Και τα αθλητικά τα λέγαμε σπορτέξ. Και δεν είχαμε ίντερνετ.