Βασιλική Λαζαρίδου
Τις τελευταίες μέρες δεν είμαι πολύ καλά, μ’ έχει χτυπήσει η φτώχεια στο κεφάλι. Αναρωτιέμαι συνεχώς αν έχω κάνει τις σωστές επιλογές κι αν τελικά θα καταφέρω να γίνω μια βερσιόν του εαυτού μου που δεν θα με κάνει να ξενερώνω, ή αν τα ‘χω χάσει πια εντελώς απ’ τη μεγαλομανία. Η Σταυρουλίτσα, η μαμά μου, που την πήρα τηλέφωνο μια μέρα να την ρωτήσω αν πιστεύει ότι τα πάω καλά, είπε ναι, τα πάω πολύ καλά κι ότι αυτές οι αμφιβολίες και τα υπαρξιακά είναι μέρος της διεργασίας, να μην ανησυχώ. Σταμάτησα να γκρινιάζω για μια μέρα μετά απ’ αυτό, ύστερα πάλι μ’ έπιασε μίρλα.
Όπως είπα είμαι πιο φτωχιά απ’ όσο έχω υπάρξει ποτέ. Δηλαδή έτσι αισθάνομαι, με τα νούμερα δεν τα πάω καλά, αλλά είμαι σίγουρη ότι ισχύει. Δεν είναι ότι μου είναι άγνωστη η φτώχεια, δεν θυμάμαι και ποτέ να ξεχειλίζει η τσέπη μου σαν ενήλικας. Αλλά τελοσπάντων, μάλλον μεγαλώνω κιόλας κι έχω αρχίσει να κουράζομαι με τα τσίμα τσίμα, μέτρα φραγκοδίφραγκα και on top of that να δουλεύω κι όλες τις ώρες της ημέρας, όχι projects, όχι αρπαχτούλες για την Τέχνη, όχι σοβαρές creative διαδικασίες, όλο κάτι κάνω, κάτι που ούτε με λυτρώνει ούτε φυσικά με πληρώνει. Ή με πληρώνει όποτε θέλει και όπως θέλει, πράγμα που είναι εξωφρενικά άβολο στον καπιταλισμό.
Έτσι και τώρα, είναι μεσοβδόμαδα φθινοπωριάτικο με 27 βαθμούς Κελσίου κι εγώ πρέπει να σηκωθώ απ’ την σπηλιά της κακομοιριάς για να πάω να μαζέψω διακόσια πενήντα ευρώ που μου χρωστάνε για δουλειά που έκανα τον Αύγουστο, κι έτσι πως θα τα πάρω έτσι θα τα δώσω, χρωστούμενα σε άλλους είναι, μη νομίζει κανείς ότι θα τα φάω να χαίρομαι.
Αλλά επειδή είμαι προληπτική έχω υποσχεθεί όταν είναι να παίρνω λεφτά που δούλεψα σε δουλειά που μ’ αρέσει να μην είμαι μαλάκω και να το εκτιμώ που πληρώνομαι εντός κλάδου, έστω και αργά, γιατί δεν είναι εύκολο. Ούτε σαν ζητούμενο ούτε σαν επίτευγμα. Αυτά είπα και σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι μου που το ‘χω κάνει φωλιά τελευταία, όλα εκεί τα κάνω (τρώω-δουλεύω-πίνω-νέτφλιξ-κοιμάμαι), να κάνω ένα μπάνιο που θα ‘χω και βδομάδα να το τιμήσω σαν συνθήκη, να βάλω την καλή στολή μου, την all black, που είναι η πρέπουσα για όλες τις εορταστικές περιστάσεις, άντε και μια σκιά κραγιόν, ντάξει μην το παρακάνω, βαριέμαι και δε μπορώ να το στηρίξω κιόλας αυτή την στιγμή, έτσι λίγο, για τον πόλεμο, να. Προφανώς κάνει ζέστη και ζορίζομαι και προφανώς πρέπει να κάνω ένα υποτυπώδες risk control, τρίχες, χέρια, πόδια, μούρη, γυαλιά να μη φαίνομαι άμα κλάψω ή άμα ρολάρω τόσο πολύ τα μάτια μου που μου μείνει κουσούρι, ακουστικά να μην ακούω όσο γίνεται αν κουφαθώ κιόλας καλά θα είναι, αν δεν κουφαθώ να βρω κάτι νοσταλγικό να παίζει για να μην είμαι τόσο θυμωμένη και σκάσω καμιά μπουνιά σε κανέναν ή στον εαυτό μου, να ‘χω φάει μια μπανάνα για να μη ζαλιστώ απ’ την αηδία γύρω γύρω, προφανώς μας τέλειωσαν τα κλεμμένα Xanax στο σπίτι, άσε που το τελευταίο κάπου το ‘χασα και το ‘κλαίγαμε οικογενειακώς, έχω μυοχαλαρωτικά, παίρνω αυτά μαζί για placebo, τα παπούτσια μου χάλασαν να πα να γαμηθούν κι αυτά, θα τα βάλω τώρα τι να κάνω, άει σιχτίρ, πάμε να τελειώνουμε και μ’ αυτό να γυρίσω πίσω να κοιμηθώ. Ας πιω και τον χθεσινό καφέ που είναι στο ψυγείο, να μασουλάω στον δρόμο και το καλαμάκι που πρόκειται να σκοτώσει τρία μωρά Καρέτα Καρέτα, να μη μου λείψει κι αυτή η τύψη. Αλλοίμονο.
Ε και βγαίνω, και κάνω ότι δεν βλέπω μήπως και σταματήσουν να με βλέπουνε, αποφασίζω να περπατήσω μπας και κυκλοφορήσει το αίμα που έχει πήξει όλο στο κεφάλι μου και με πιάνει ημικρανία, φτάνω στην εταιρεία παραγωγής ιδρωμένη, παίρνω δυο ανάσες για να είμαι καλή και ορεξάτη μπας και σμπρώξω εκείνο το σενάριο και μπαίνω όμορφη, λίγο αλλοπρόσαλλη αλλά πάντα ευγενής και ιντελέξουαλ. Δεν έσμπρωξα τίποτα εκτός από δυο κιλά αμηχανία που τελικά την κατάπια πίσω όταν μου επιστράφηκε γενναιόδωρα, oh well, συμβαίνουν αυτά, μην το σκέφτεσαι τώρα, τώρα είσαι φυσιολογική. Πήρα έναν φάκελο κι ένα «συγγνώμη για την αργοπορία», διακόσια πενήντα ευρώ για τόση ταλαιπωρία Χριστέ μου δε φτάνουν, ωστόσο είπα «ευχαριστώ, φεύγω τώρα, θα τα ξαναπούμε, ναι;» και κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες. Αρκεί που τελείωσε, ας πάει στον διάολο. Μέχρι να ξανάρθει τουλάχιστον, εντάξει;
Εντάξει. Ένιωσα κάπως πιο ανάλαφρη, είπα θα περπατήσω πάλι, για το αίμα ξανά, μην επαναλαμβάνομαι, ξανά το Father Of The Bride των Vampire Weekend απ’ την αρχή να ηρεμήσω, θα το πάω όλο με τα πόδια, όταν ο δίσκος παίξει δυο φορές και τρία τραγούδια θα ‘χω φτάσει, όλα καλά μωρέ, ναι;
Ναι, κι εκεί που σκέφτομαι ότι ντάξει, καλός είναι κι ο ηλιάκος που με βλέπει, καιρό είχε ξέρω ‘γω, κι ότι όπως έρχομαι απ’ τη Νίκης θέλω ευτυχώς μόνο λίγα βήματα κι ένα γούτσου σε δυο αδέσποτα που κάθονται χύμα μες τον δρόμο για να τελειώνω με την Ερμού και να χωθώ αμέσως απέναντι ώστε να μη φάω στη μάπα την βλακεία στο μάτι της αγοράς, πάνω που έχω φτάσει στη μέση στο σιντριβάνι κάτι βλέπω να γίνεται με την άκρη του ματιού μου, το είδα ή το φαντάστηκα, θα σταματήσω κι άλλοι το είδαν, σταματάνε κι εκείνοι. Ω να σου χέσω, ένας τύπος χαστούκισε μια κυρία, κανείς δε μιλάει, η κυρία φοράει γυαλιά και έχει το χέρι στο στόμα, ο τύπος φοράει ένα εξαιρετικό μπορντώ σακάκι και πάει να φύγει με τον φίλο του που του ψιθυρίζει κάτι στ’ αυτί, μια κοπέλα σοκαρισμένη αρχίζει να του φωνάζει να γυρίσει πίσω, αυτός γυρνάει, η κοπέλα του φωνάζει τι κάνει, πώς τολμάει, ο κόσμος έχει συγκεντρωθεί τριγύρω, η κυρία έχει σταματήσει να κλαίει και τώρα είναι έξαλλη και φωνάζει στον κύριο που σε σπαστά ελληνικά υποστηρίζει ότι τον απάτησε, ότι λέει ψέματα κι ότι δεν είναι άντρας να χτυπάει άντρες και είναι πούστης και χτυπάει μόνο γυναίκες. Η κοπέλα φωνάζει να πάρουμε την αστυνομία, ένας αηδιαστικός κακομοίρης κάνει το κομμάτι του και λέει στάζοντας γλίτσα απ’ τ’ αυτιά και τα ρουθούνια «πάρε πάρε κοπελιά έχω εγώ το μυαλό μου μη φύγει», μισή μερίδα άκου θράσος, εγώ έχω πιάσει το κινητό μου και σκέφτομαι δύο πράγματα: 1) ο τύπος είναι μετανάστης τι στο διάολο λέει το ακτιβιστικό πρωτόκολλο του Κινήματος, παίρνεις ή δεν παίρνεις μπάτσους, και 2) ποιο σκατά είναι το γαμο-νούμερο της γαμο-αστυνομίας και γιατί μου έρχονται μόνο οι αριθμοί 9-1-1 στο κεφάλι μου που πάει να σπάσει. Αποφασίζω ότι άει σιχτίρ δεν θα πάρω εγώ τους μπάτσους, να πάρει άλλος, κι εκεί που αναλογίζομαι ποια νομίζω ότι είμαι ακούω κάτι γαϊδούρια, μαθητές δεκατετράχρονα, ντούκια απ’ τις πρωτεΐνες, να ουρλιάζουν απ’ τα βάθη του εντέρου τους σαν γορίλες σε οίστρο κάτι ακαταλαβίστικια «έλα εδώ αν είσαι άντρας, γγγγρρρρρ, θα σου δείξω εγώ να χτυπάς γυναίκες εεεεε». Μέχρι να καταπιώ τον εμετό που ανέβηκε στο λαρύγγι μου και να βάλω το κινητό πίσω στην τσέπη, έχει σταματήσει μπροστά μου γνωστή influencer του αθηναϊκού instagram και με ρωτάει τι έγινε. Μισανοίγω το στόμα μου για να μην ξεράσω πάνω στα περσινά της Marc Jacobs x Vans και της λέω «ε να ο κύριος με το μπορντώ χτύπησε την κυρία με τα γυαλιά και τώρα γίνεται χαμός, όχι δεν ξέρω γιατί, όχι δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς συμβαίνει, μάλλον θα ‘ρθει η αστυνομία, ναι ο κόσμος τρελάθηκε, καλό υπόλοιπο της ημέρας και σε σας, όχι δεν σας ειρωνεύομαι, αυτό που μυρίζετε είναι η γεύση που έχει το στομάχι μου εδώ και μέρες, συγγνώμη αν σας ενοχλεί, είναι μια πάθηση ξέρετε και δεν ήθελα να φανώ κατώτερη των περιστάσεων, προς θεού δεν έχω ανατραφεί έτσι, απλά δεν ξέρω τι συναίσθημα να νιώσω, μάλλον τα νιώθω όλα μαζί ή δεν νιώθω απολύτως τίποτα, εσείς τι λέτε, ναι κι εμένα μου θυμίζει Caravaggio αυτή η σκηνή, ξέρετε υπό άλλες συνθήκες εγώ θα χωνόμουν πριν καν αρχίσουν όλα, θα ‘ριχνα καμιά μπουνιά δεξιά αριστερά, θα φώναζα φεμινιστικά συνθήματα, θα έκλαιγα, δεν ξέρω, κάτι θα ‘κανα, αλλά είναι αυτός ο φάκελος στην τσάντα μου και είναι που τα χρωστάω τα διακόσια πενήντα και κάπως τα δούλεψα γαμώ τον Χριστό μου, πώς να τα πετάξω κάτω, σε ποιον να τα δώσω να τα κρατήσει και να χωθώ στο τριμπούρδελο που βρωμάει απ’ όπου και να το πιάσω κυρία μου;»
Κι όσο είχα πάθει λογοδιάρροια και ρευόμουν ασυνάρτητες δικιολογίες σε ξινισμένη φα ματζόρε, ακριβώς σαν τον γερομαλάκα απ’ το Rick and Morty, όλοι και όλες στο κύκλο της παράνοιας είχαν αρχίσει να βγάζουν τα ρούχα τους και να δαγκώνουν τις σάρκες τους με κραυγές, το σιντριβάνι ξαφνικά ξεχείλισε χύνοντας αίματα και μύξες στα πλακάκια και στα πόδια μας, τα δυο ασθενικά σκυλιά αλύχτησαν υστερικά, ο ουρανός σκοτείνιασε από πάνω μας κι ένα βουητό μας κούφανε όλους παντελώς, νιώσαμε το σύγκρυο, είδαμε ν’ ανατέλλει λαμπυρίζοντας ο ασημένιος ιπτάμενος δίσκος πάνω απ’ τα πονεμένα μας κεφάλια, φωτάκια αναβόσβησαν με ένταση και κάπως τυφλωθήκαμε, μετά ακούσαμε φωναχτά μες στο μυαλό μας ένα «EARTHLINGS, WHAT HAVE YOU DONE TO YOURSELVES?», ύστερα νιώσαμε το τσιτσίρισμα να βγαίνει απ’ τα μέσα μας κι αρχίσαμε να καιγόμαστε ουρλιάζοντας μέχρι που μια κόκκινη ακτίνα μας πήρε και μας σήκωσε κυριολεκτικά και ίσως να μας έσωσε τελικά απ’ την ολοκληρωτική βία της γαμημένης στιγμής.
Το βράδυ πήγα να δω Jocker και θέλω στ’ αλήθεια κάποιος να μου πει υπεύθυνα γιατί τα δικά μου θέματα με κάνουν μια ευαίσθητη μιλένιαλ χιονονιφάδα κι όλους αυτούς τους ανόητους τους κάνουν τα δικά τους ήρωες βιτζιλάντε.