Καλή χρονιά να είσαι λεσβία το 2023
12 Ιουλίου, 2025
Γιώτα Τεμπρίδου

(ό,τι συμβατικά θα λέγαμε βιβλιοπροτάσεις για λεσβίες[1])

Η ζωή συνέχιζε τον συνηθισμένο της χαβά και είχε ζέστη, όταν κυκλοφόρησε από Το Ροδακιό το βιβλίο της Μαρίας Cyber –κατά κόσμον Κατσικαδάκου– Μια λεσβιακή ζωή: διακόσιες σελίδες με δεκάδες έγχρωμες φωτογραφίες, πλαισιωμένες από πρόλογο, ιστορίες που αφηγήθηκε η Μαρία και έγραψε η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη και σύντομο επίλογο. Το βιβλίο επιμελήθηκαν η Ειρήνη Δαφέρμου, το Μυρτώ Τσιλιμπουνίδη (που έγραψε και τον πρόλογο) και η Κρυστάλλη (που υπογράφει και τον επίλογο). Τόσο ο τίτλος όσο και η φωτογραφία του εξωφύλλου μόνο απαρατήρητα δεν περνάνε – κάνουνε μπαμ, κάνουνε μπουμ, κάνουν επίσης και μπαμ μπουμ. Το υλικό που προσφέρεται εδώ είναι, με μια λέξη, πολύτιμο και το συγκέντρωσε κατά τη διάρκεια δεκαετιών κάποια που δεν θα μπορούσε να ξέρει καλύτερα την ελληνική (για αρχή) λεσβιακή ιστορία. Αν είστε λεσβία ή συγγένισσα, αστέρι στα δεξιά της λεσβίας, σας γοητεύει ή συγκινεί η λέξη «λεσβία», αγαπάτε λεσβίες, κρατήστε στα χέρια σας, πάρτε στα πόδια σας, χαρίστε στα μάτια σας αυτό το βιβλίο.

Μερικούς μήνες αργότερα κυκλοφόρησε από τις Λεσβίες στα Πρόθυρα και τις Εκδόσεις futura το Λεσβίες μου! 1ο Λεσβιακό Φεμινιστικό Φεστιβάλ και άλλες συναντήσεις. Βροντοφωνάζει και αυτός ο τίτλος, το εξώφυλλο όμως κλείνει το μάτι στις μυημένες μόνο (το θεωρώ απίθανο ν’ αναγνωρίσουν οι λοιποί σ’ αυτό την Ντόρα Ρωζέττη). Οι Λεσβίες μου! διασώζουν ένα μεγάλο κομμάτι του 1ου Λεσβιακού Φεμινιστικού Φεστιβάλ και ενός «διημέρου συναντήσεων για τον λεσβιακό* φεμινισμό», που διοργάνωσαν οι Λεσβίες στα Πρόθυρα τον Σεπτέμβριο του 2022 και τον Μάρτιο του 2023. Στον, γραμμένο από τις ίδιες, πρόλογο του βιβλίου γίνεται αναφορά στην έννοια του αρχείου και επισημαίνεται πως «εάν δεν συλλέξουμε εμείς τα κείμενά μας, δεν θα το κάνει κανείς άλλος για εμάς»[2].

Οι Λεσβίες μου! είναι ολόκληρες σημαντικές, ακριβώς επειδή αποτελούν αυθεντικό κομμάτι της ιστορίας μας. Επειδή όμως εγώ εδώ βιβλία ήρθα να προτείνω, παραπέμπω έξτρα εμφατικά στο κείμενο της Ιωάννας Μόδη «Στα χρόνια πριν από το ίντερνετ», όπου προτείνονται επίσης βιβλία, συγκεκριμένα του διαστήματος 1980-2005. Τα συντριπτικά περισσότερα από αυτά είναι εξαντλημένα και, γι’ αυτό, δυσεύρετα σήμερα – το Μόνο γυναίκες (Κέδρος, 2000), ας πούμε, της ψευδώνυμης Μάρας Σέη στάθηκε αδύνατο να το βρω. Βρήκα και διάβασα όμως, ανάμεσα σε άλλα, Το τέλος της ντροπής: Μια προσωπική αφήγηση της Άνια Μέιλενμπελτ και το Γυναίκες άλλες της Λίζα Άθλερ – δίνω και ένα ελάχιστο δειγματάκι από το καθένα: «Για να γίνω όπως είμαι, χρειάστηκα τις άλλες γυναίκες που έγραψαν χωρίς ντροπή»[3], «Οι καλύτεροι άνθρωποι που ξέρετε, είναι λεσβίες»[4].

Η Μόδη αναφέρει στο κείμενό της[5] και τρία βιβλία της Τζανέτ Γουίντερσον[6], για την οποία θέλω ασυγκράτητα να πω: Αν αγαπάτε την πεζογραφία, κάντε αυτό το δώρο στις εαυτές σας, διαβάστε την[7]! Η Γουίντερσον είναι ανοιχτά λεσβία από πολύ νεαρή ηλικία και οι λογοτεχνικοί της κόσμοι δεν είναι ποτέ ετεροκανονικοί – ούτε όταν ξαναγράφει παλιές ιστορίες. Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα οχτώ βιβλία της[8] (αρκετά από τα οποία είναι εξαντλημένα, υπάρχουν όμως σε βιβλιοθήκες). Πρόκειται, με τη σειρά που μεταφράστηκαν, για τα: Το πάθος (μτφ. Κώστας Κουντούρης, Μέδουσα, 1987), Το φύλο της κερασιάς (μτφ. Σταύρος Παπασταύρου, Γνώση, 1992), Έχει κι αλλού πορτοκαλιές… (μτφ. Βαγγέλης Νικολόπουλος, Γνώση, 1993), Γραμμένα στο κορμί (μτφ. Σάντυ Παρίση, Νέα Σύνορα, 1996), Το βάρος: Ο μύθος του Άτλαντα και του Ηρακλή (μτφ. Λεωνίδας Καρατζάς, Ωκεανίδα, 2005), Πες μου μια ιστορία (μτφ. Αργυρώ Μαντόγλου, Μελάνι, 2006), Το χάσμα του χρόνου (μτφ. Μυρσίνη Γκανά, Μεταίχμιο, 2016) και Frankissstein: Ιστορία αγάπης (μτφ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Gutenberg, 2023). Αυτό το τελευταίο μας επαναφέρει και στη χρονιά-κλειδί αυτού του κειμένου. Τι την κάνει κλειδί όμως;

Το 2023 έτυχε να κυκλοφορήσουν αξιοσημείωτα πολλά βιβλία λεσβιακού ενδιαφέροντος στην ελληνική αγορά. Εκτός από τα δύο που προανέφερα και θεωρώ πως αλλάζουν σημαντικά το τοπίο, κραδαίνοντας και μόνο τους τίτλους τους, τυμπανοκρουσίες αξίζουν στο Sister Outsider: Δοκίμια και ομιλίες, που είναι το πρώτο βιβλίο της Όντρι Λορντ που μεταφράζεται στα ελληνικά (από την Ισμήνη Θεοδωροπούλου, για τις εκδόσεις Κείμενα). Η Λορντ αυτοπροσδιοριζόταν ως «Mαύρη, λεσβία, μητέρα, μαχήτρια, ποιήτρια» και αυτό φτάνει και περισσεύει για να τραβήξει την προσοχή (και να μαλακώσει την καρδούλα) μερικών από εμάς. Έχει όμως κι άλλο: Αν υπάρχει παραδεισένιος λόγος, αν υπάρχει τρόπος για να μιλήσεις για τα σημαντικά χωρίς να ακουστείς διδακτική ή να κουράσεις, τρόπος να καταδείξεις αυτά που σε αποκλείουν/ μειώνουν χωρίς θυμό/ εκδικητικότητα/ παραίτηση, κάπως έτσι θα πρέπει να μοιάζει. Το Sister Outsider περιλαμβάνει μερικά πολύ γνωστά και δυνατά κείμενά της, όπως τα: «Η ποίηση δεν είναι πολυτέλεια», «Χρήσεις του ερωτισμού: Ο ερωτισμός ως δύναμη», «Τα εργαλεία του αφέντη δεν πρόκειται ποτέ να διαλύσουν το σπίτι του αφέντη», καθώς και το έξτρα συγκινητικό «Ο άνδρας-παιδί: Η απάντηση μιας μαύρης λεσβίας φεμινίστριας», που αναφέρεται στον γιο της. Προσθέτω μόνο πως οι στιγμές που έχω περάσει διαβάζοντας τη Λορντ είναι από τις πολυτιμότερες της ζωής μου.

Λίγους μόλις μήνες μετά, κυκλοφόρησε από το περιοδικό Τεφλόν και το Αρχείο 71, σε  μετάφραση Ελένης, Mmaleficia και Πίτερ, η ποιητική ανθολογία Άγρυπνη να επιθυμώ, στην οποία συνυπάρχουν τρεις μαύρες λεσβίες φεμινίστριες: η Πατ Πάρκερ, η Όντρι Λορντ και η Σέριλ Κλαρκ. Τα ποιήματα πλαισιώνονται από μια εισαγωγή της έκδοσης, μια ομιλία της Πάρκερ, ένα δοκίμιο της Λορντ και ένα της Κλαρκ. Αυτή η έκδοση σιγόβραζε χρόνια, όπως αποδεικνύουν το αφιέρωμα «Pat Parker: Νταλίκα, ανώμαλη, περίεργη» στο δέκατο τεύχος του Τεφλόν (το 2014), το «Cheryl Clarke: Άγρυπνη να επιθυμώ» στο ενδέκατο τεύχος (το 2014), το «Audre Lorde: Μυθοποιήτρια σε θέση μάχης» στο δωδέκατο (το 2015) και το «Pat Parker: Οχτώ ποιήματα», σύμπραξη των περιοδικών Τεφλόν και μιγάδα, που κυκλοφόρησε ως ένθετο του δέκατου τεύχους του τελευταίου τον χειμώνα του 2014-15. Της έχω λατρεία της Πάρκερ εγώ και θα πρότεινα να αφιερώσετε λίγες τουλάχιστον στιγμές από τον χρόνο σας και να διαβάσετε τα «Πού θα ’σαι;» και «Ποίημα για τους στρέιτ που δεν τους ενοχλούν οι γκέι αλλά θα προτιμούσαν να μην είναι τόσο προκλητικοί». Από την Κλαρκ, αν είστε βιαστικές, διαβάστε έστω το «Της Αλθία και της Φλάξι» – και απολαύστε στίχους όπως «θα ’μαι λεσβία, κουίρ, λεχρίτισσα, πορνίδιο» (143) και τίτλους όπως «Η ζωή ως λεσβία στην παρανομία: φουτουριστική φαντασίωση».

Την τιμητική της είχε το 2023 και η λεσβιακής θεματικής μεταφρασμένη πεζογραφία. Από τα γαλλικά μεταφράστηκε το Love me Tender της Κονστάνς Ντεμπρέ (από τη Χαρά Σκιαδέλλη, για τις εκδόσεις Πόλις): η, αφηγημένη από την ίδια, ιστορία μιας γυναίκας που αποφασίζει ν’ αφήσει τον επί δεκαετίες σύντροφό της και τη δικηγορία και να το πάρει αλλιώς. Βγαίνει με γυναίκες, γράφει ένα βιβλίο και προσπαθεί να βρει μια ισορροπία στη σχέση της με την ανήλικο γιο της. Η βασική γραμμή της ιστορίας (τουλάχιστον) είναι βγαλμένη απ’ τη ζωή της Ντεμπρέ, την οποία βλέπουμε και στη φωτογραφία του εξωφύλλου. Ένα ψήγμα, μια γεύση: «Για να μείνω αγνή, κάνω τον σταυρό μου με λιπαντικό, απαγγέλλω το πιστεύω φορώντας σπασουάρ και εξομολογούμαι με σφιγκτήρες θηλών. Η δικαιοσύνη είναι πορνό, η αγάπη είναι πορνό, η οικογένεια είναι πορνό, μόνο το σεξ δεν είναι ποτέ. Επειδή κατ’ εξαίρεση σωπαίνουμε, επειδή σταματάμε να ξεστομίζουμε ψέματα» (55).

Από τα κορεάτικα μεταφράστηκε Η κόρη μου της Κιμ Χιε-Τζιν (από την Αμαλία Τζιώτη, για τις εκδόσεις Ίκαρος). Με πιάνουν ίσως οι ευαισθησίες μου, αλλά θα ήθελα κάποια να με είχε προειδοποιήσει, να μου είχε πει στο αυτί «προσοχή: λεσβιοφοβία». Στο επίκεντρο βρίσκεται η σχέση μιας μεσήλικης γυναίκας με την ενήλικη κόρη της: Η κόρη είναι επί χρόνια σε σχέση με κάποια και η μάνα αδυνατεί να το αποδεχτεί, ούτε το όνομά της δεν μπορεί να πει. Το θέμα είναι πως η ιστορία φτάνει σε μας μέσα από τη μάνα, αυτή είναι η αφηγήτρια, και δεν παραλείπει να μοιραστεί μαζί μας διάφορα ομοφοβικά διαμάντια, όπως: «Γιατί στην κόρη μου αρέσουν οι γυναίκες; Γιατί με σπρώχνει και με τιμωρεί φορτώνοντάς μου ένα πρόβλημα με το οποίο οι άλλοι γονείς δεν χρειάζεται να ασχοληθούν ποτέ στη ζωή τους και μου ζητάει να το ξεπεράσω; Γιατί με στενοχωρεί τόσο, εμένα που τη γέννησα; Γιατί η κόρη μου είναι τόσο σκληρή; Γιατί με κάνει να ντρέπομαι για το παιδί που γέννησα; Μισώ τον εαυτό μου επειδή ντρέπομαι που είμαι μητέρα της. Γιατί με κάνει να την αρνούμαι, να αρνούμαι τον εαυτό μου κι όλη μου τη ζωή;» (76). Είμαι σίγουρη πως τίποτα από αυτά δεν αποτυπώνει θέσεις της συγγράφισσας· ίσα ίσα θεωρώ πως αυτή έκανε πολύ καλά τη δουλειά της – εκτός από αληθοφανής, είναι και πολύ καλοφτιαγμένος ο χαρακτήρας της μάνας. Μεγάλη βρήκα την ομοιότητά της με κάτι γνωστές μου, σε πλήρη άρνηση, μαμάδες. Οι οποίες πολύ φοβάμαι πως αν τη γνώριζαν, θα σκέφτονταν «να, ορίστε, και άλλες νιώθουν όπως εμείς». Οπότε και (επιτρέψτε μου να πω πως) θα προτιμούσα να μην διαβάσουν αυτό το βιβλίο.

Από τα καταλανικά μεταφράστηκε το πρώτο μυθιστόρημα της Εύα Μπαλταζάρ, Περμαφρόστ (από τον Ευρυβιάδη Σοφό, για τις εκδόσεις Πατάκη), για το οποίο το πρώτο και κύριο που έχω να πω, επειδή μ/σας νοιάζομαι είναι: προσοχή, λεσβία με αυτοκτονικές τάσεις. Η γραφή είναι ωραία, η αφήγηση δεν είναι γραμμική. Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν οι ματιές στο ανθρώπινο σώμα, ενώ δεν λείπουν οι χιουμοριστικές στιγμές: «Η νομιμοποίηση του γάμου μεταξύ ομοφυλόφιλων ήταν μεγάλη υπόθεση, δεν το αμφισβητώ, αλλά εγώ ήμουν μια χαρά και πριν. Ο γάμος, όπως τα κοραλλιογενή φίδια, δεν είναι πάντα δηλητηριώδης, αλλά, για κάθε ενδεχόμενο, καλύτερα να μην τον πλησιάζουμε. Για να είμαι ακριβής, τα μη δηλητηριώδη κοραλλιογενή φίδια τα λένε ψευδή κοραλλιογενή φίδια, και αυτό τα λέει όλα» (79).

Από τα ισπανικά τέλος μεταφράστηκαν τα δικά μου αγαπημένα Οι περιπέτειες της Τσίνα Άιρον της Αργεντίνας Γκαμπριέλα Καμπεσόν Κάμαρα (από την Άννα Βερροιοπούλου, για τις εκδόσεις Καστανιώτη) και Η κοιλιά του γαϊδάρου της Ισπανίδας Αντρέα Αμπρέου. Ένα πράγμα όμως τη φορά, με τη σειρά. Έστω πως σε μεγαλώνουν με σεβασμό στην παράδοση, την έχετε στην αυλή σας, κάθε μέρα βγαίνεις και παίζεις μαζί της, πηδάς πάνω της. Χρόνια μετά, ξέρεις την παράδοση πολύ καλά και έχεις ρίξει τόσα πηδηματάκια πάνω της που αναποδογυρίζει. Οι περιπέτειες της Τσίνα Άιρον ανήκουν στην κατηγορία «γνωρίζω, αμφισβητώ και ξαναγράφω». Και τι προσθέτω όταν ξαναγράφω; Ό,τι έλειπε: περιθωριοποιημένους και γυναίκες. Και τι άλλο κάνω; Σβήνω ή δίνω άλλο ρόλο στους κραταιούς κατακτητές. Και το αποτέλεσμα; Περιπετειώδες, απελευθερωτικό, απολαυστικό, φεμινιστικό και κουίρ: «κοίταξα τη Λιζ και ξανάδα τη φοράδα και της έγλειψα τη ράχη και η Λιζ μού μιλούσε στα αγγλικά και με είπε tigress, τιγρίνα μου, my mermaid, my girl, my good boy, λευκή μου γκάουτσο, my tigress ξανά και πέσαμε στη λάσπη και μαζί μας η Καουκά και με την Καουκά ο Κατριέλ κι ευθύς ο Ρόσα και η Μιγιαράι και κυλιστήκαμε μέχρι που γίναμε βατράχια σαν εκείνα που χοροπηδούσαν γύρω μας και σαν βατράχια ζευγαρώσαμε εκεί στη λάσπη που έμοιαζε με τις απαρχές του κόσμου, κι όπως στις απαρχές αγαπηθήκαμε όλοι χωρίς αισχύνη και συνεχίσαμε να αγαπιόμαστε επειδή επέστρεψαν τα φλαμίνγκο με το απέραντο ροζ κι ήταν σάμπως ο Ουενουμπάου, ο Ουρανός της Ερήμου, να μας έδειχνε γλυκογελώντας το φωτεινό του αίμα» (152-153).

Ώρα για (ψευδο-[9])πυροτεχνήματα για την υπεροχότητα της Κοιλιάς του γαϊδάρου, το πρώτο μυθιστόρημα της Αντρέα Αμπρέου: Πολύς θαυμασμός από μένα για την, έντεκα χρόνια νεότερή μου, Αμπρέου! Πρόκειται για την ιστορία δύο ανήλικων κοριτσιών (το ένα έχει όνομα, τα άλλο μόνο παρατσούκλι), ειπωμένη από ένα από τα δύο (αυτό με το παρατσούκλι). Ας πούμε πως το θέμα είναι η φιλία τους, η μεταξύ τους σχέση (και τα πλοκαμάκια της), το μεγάλωμά τους· ας μείνουμε στο ότι η γραφή είναι συναρπαστική και ας απολαύσουμε τη μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εξαιρετικά προσεγμένες εκδόσεις Carnívora[10] και δεν ήξερα ποιο σημείο του να διαλέξω, αλλά έστω: «Και γυρνούσα πάλι πίσω και ξαναπερνούσα το δάχτυλο πάνω απ’ τις λέξεις, ασε 1000 τρελς ν κανμε & να σ αγγζω με τρπς που δν εχν ακμα εφευρευθει. Και τότε κοιτούσα την Ισόρα και σκεφτόμουνα ότι, αφού δεν ήμουνα ικανή να την αγγίξω όπως αγγίζονταν κι αγκαλιάζονταν τ’ άλλα κορίτσια, ίσως να μπορούσα να την αγγζω με τρπς που δν εχν ακμο εφευρεθει και να γλιστράω το χέρι μου πίσω απ’ τα γόνατά της, να χαϊδεύω τα κάκαδα πάνω στα νύχια των ποδιών της, ν’ αγγίζω τις δίπλες που ξεχείλιζαν απ’ το βρακί της» (66).

Μετά από τόσα μεταφράσματα, ένα πεζογράφημα γραμμένο στα ελληνικά, από κάποια που τελευταία κατοικεί στο Ναϊρόμπι. Οι Διακοπές στην Αβησσυνία, που κυκλοφορούν από τους αντίποδες, είναι το έκτο (και, θεωρώ, το πιο ώριμο και ολοκληρωμένο[11]) βιβλίο της Ελίζας Παναγιωτάτου, ένα μυθιστόρημα διαιρεμένο σε τρία άνισα μέρη: «Το σπίτι», «Το ταξίδι», «Η επιστροφή». Στις σελίδες του παρακολουθούμε την Τέσση να αποδέχεται μια κληρονομιά, να συζητάει για γάμους παρουσία παιδιών ντυμένων σπάιντερμαν, να λέει «Είμαι λεσβία, μαμά, πόσες φορές θα το πω;» (27) και «Δεν λέμε αράπης, γιαγιά» (68), να κερδίζει στο φορολοταρία, να ταξιδεύει στην Ντίρε Ντάουα, να ονειρεύεται νεκρούς… Και να βρίσκει διπλωμένο στο τραπέζι της κουζίνας της ένα σημείωμα της Σοφίας: «Για να γλείψεις μια γυναίκα, πρέπει να συγκεντρωθείς. […] Και το πιο σημαντικό είναι να το απολαύσεις. Γιατί είναι προνόμιο. Και αυτό το προνόμιο, χτες το βράδυ, το είχα εγώ» (30).

Πώς όμως φτάσαμε εδώ; Πριν το ’23 τι; Θέλω να πω, εγώ έβαλα έναν στόχο και καλά μπορεί να τα λέω, εσείς όμως το πιθανότερο είναι να μην έχετε κανέναν καημό να διαβάσετε αποκλειστικά εκδόσεις του ’23. Ξανοίγομαι και κάνω μερικές προτάσεις ακόμα λοιπόν: στο επόμενο τεύχος.

***

Το πιάνω χωρίς άλλη χρονοτριβή απ’ όπου το είχα αφήσει. «Πριν το ’23 τι;» – εκεί το είχα αφήσει.

Ακολουθούν βιβλία διαφόρων ειδών, ασχέτως χρονολογιών. Και ξεκινάω από τη νούμερο ένα εντόπια λεσβιο-βιβλιοπρόταση, που δεν είναι άλλη από την Ερωμένη της της Ντόρας Ρωζέττη. Δεν θα πω αναλυτικά την ιστορία, την έχουν πει άλλες καλύτερα.[12] Θυμίζω απλώς πως κυκλοφόρησε αρχικά το 1929, ένα μόλις έτος μετά το (σταθμό στην ιστορία της λεσβιακής λογοτεχνίας) Πηγάδι της μοναξιάς[13] της Ράντκλιφ Χολ, που έχει καλομεταφραστεί στα ελληνικά από τη Νίκη Σταυρίδη (Κουκκίδα, 2003), ένα μόλις έτος μετά και από το (πρόωρα κουίρ) Ορλάντο της Βιρτζίνια Γουλφ. Κυκλοφόρησε και –τσουπ– εξαφανίστηκε και ήταν σαν να μην είχε ποτέ κυκλοφορήσει. Δεκαετίες μετά, το 2005, η ιστορία ξεκίνησε ξανά, χάρη στη Χριστίνα Ντουνιά και το Μεταίχμιο. Η έκδοση αυτή δεν άργησε να εξαντληθεί, την Ερωμένη της τη βρίσκαμε για καιρό μόνο σε βιβλιοθήκες, στα ράφια των φιλενάδων μας και σε ebook. Τον Νοέμβριο του 2024 όμως κυκλοφόρησε (επιτέλους!) ξανά, με νέο επίμετρο της Ντουνιά.[14] Η ερωμένη της αυτοπροσδιορίζεται ως ρομάντζο και είναι η ιστορία ενός λεσβιακού έρωτα με τα πάνω και τα κάτω του. Ξεχωρίζω κάτι επιρρήματα όπως «δαιμονιώδικα» (17), την προσφώνηση «Αγαπημενολατρευτή μου!…» (144) και κάτι (αφηγηματικές) στιγμές ανεμελιάς και αστεϊσμού: «Πιο ξερέθισμα απ’ αυτό δεν μπορούσε να υπάρχει» (34), «Ε ρε τι έχει να γίνει» (108), «Αχ! θα μας φάνε αυτοί οι υπέρμαχοι της ηθικής!» (125), «Έφυγε για το εξωτερικό, το απροσδοκητότερο: παντρεύτηκε!…» (131).

Σχεδόν έναν αιώνα μετά τη γραφή της, η Ερωμένη της είναι για την Κατίνα «ένα ελληνικό μυθιστόρημα με μια καυλωμένη λεσβία» (99). Μυθοπλαστικός χαρακτήρας είναι η Κατίνα, που πρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημα της Άντζελας Δημητρακάκη Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα (Εστία, 2009). Είναι επίσης λεσβία η Κατίνα και αυτό είναι και δεν είναι σημαντικό: Δεν υπάρχει περίπτωση να μας διαφύγει κατά την ανάγνωση, αλλά το βιβλίο δεν περιστρέφεται γύρω από τη σεξουαλικότητα, το coming out, την ορατότητά της. Είναι εξαντλημένο, αλλά το προτείνω με πάθος. Καμία σχέση βέβαια με ανεμελιές και απλότητες εδώ: Η κριτική σκέψη και η θεωρητική σκευή αυτής που το έγραψε δεν κρύβονται. Το Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα είναι ένα εκτενές μυθιστόρημα (385 σελίδων), σύνθετο ως προς τη σύλληψη και τη δομή του, συνδυάζει με επιτυχία διάφορα είδη λόγου, εμπεριέχει κάποιες φευγαλέες αναφορές στην Ερεσό (233, 378) και μία σε μια «αχανή βιβλιοθήκη σύγχρονης λεσβιακής λογοτεχνίας» (291). Ορίστε και ένα σύντομο απόσπασμά του: «κι εκείνος είπε “τι είναι αυτό που σε κάνει να ξεχωρίζεις ως άνθρωπος;” κι εγώ είπα “είμαι λεσβία” κι εκείνος γέλασε και είπε “ωραία μου ξηγιέσαι τώρα” και βγήκε η Σάντρα και φύγαμε. Στη Βαλτετσίου σκέφτηκα ότι καλύτερα να είχα απαντήσει “η μάνα μου ήταν λεσβία” ή “η μάνα μου ήταν διάσημη ποιήτρια” ή “η μάνα μου ήταν διάσημη λεσβία ποιήτρια”, ή “το έχω κάνει με τη μάνα μου μία φορά”» (298).

Το άλλο ελληνικό πεζογράφημα που προτείνω με πάθος είναι τα 40 γράμματα πένθους (Εξάντας, 2019) της Μαριέλ Νικοδήμος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο), που αυτοπροσδιορίζονται ως «επιστολική κομεντί». Έχω ξαναμιλήσει γι’ αυτά σε προηγούμενο τεύχος[15] και θ’ αποφύγω να επαναληφθώ, τρία πράγματα θα πω όλα κι όλα. 1) Η συνύπαρξη «πένθους» και «κομεντί» στο εξώφυλλο και τη σελίδα τίτλου δοκιμάζει να μας προετοιμάσει για ό,τι έρχεται. 2) Ήταν σαν να κολυμπούσα σε θάλασσα τέχνης διαβάζοντας, και δεν ήθελα να βγω, παρ’ ότι το έβλεπα πως παραμόνευαν ρουφήχτρες· σε άλλο σενάριο: σειρήνες – που αν παρασυρόσουν και τις πλησίαζες, διέκρινες τα λόγια «Άντε χάσου, ηλίθια» (25 & 94) και «Στα τσακίδια, ψυχανώμαλη» (59). 3) Οφείλω τη γνωριμία μου με τον συναρπαστικό κόσμο της Νικοδήμος στην Άντζελα Δημητρακάκη[16] της προηγούμενης παραγράφου, την οποία (και γι’ αυτό) ευχαριστώ.[17]

Αν το είδος που προτιμάτε είναι η ποίηση, ρίξτε, αν θέλετε, μια ματιά στις συλλογές της Σταυρούλας Πετρέλλη Άγρια ηρεμία (Αστάρτη, 2000) και Μήδειες και Κλυταιμνήστρες (Πολύχρωμος Πλανήτης, 2008)· παραθέτω λίγους μόνο στίχους απ’ την καθεμιά, με τη σειρά: «Ανακαλύπτω/ ερωμένη μου/ (και εγκαταλείπομαι/ εξουθενωμένη από ερήμωση)/ τους λόφους τους λιακωτούς/ των μπρούντζινων ώμων σου» (63), «Θυμήσου πώς είναι/ να τη φιλάς κρυφά/ στη σκιά του δρόμου» (77). Στις συλλογές της Μαρίας Κοπανίτσα Ίδρωσα να το πω (Πόλις, 2009) και Έπεσα στα τέσσερα (Πόλις, 2022): «Εμένα μου κάνανε πρόβλεψη –κάποιος σε μια μεγάλη παρέα– ότι μία μεγάλη γυναίκα θα μου φέρει τύχη, υποθέτω γυναίκα διότι εκείνη που έκανε την πρόβλεψη το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν πο-πο, καθόλου δεν σου αρέσουν οι άντρες!» (7), «Προκειμένου λοιπόν/ να μη με πάρει ο κόσμος για λεσβία,/ πήρα απόφαση/ να μείνω αιώνια δεσποινίς.» (34).[18] Στα Ομοερωτικά σαν τα άλλα ερωτικά της Μιράντας Τερζοπούλου (Γαβριηλίδης, 2016[19]): «Μεθυσμένες μας έπιασε τρυφερή βροχή, αναπάντεχη./ Χορέψαμε στη μέση του δρόμου αγκαλιασμένες./ Είναι τρελές αυτές οι λεσβίες.» (15). Στο Ελ Ποι: Ελληνική λεσβιακή ποίηση της Χαράς Τρε (Χαρά Τρε, 2020): «Περιμένω να δω τη λέξη/ λεσβία/ γραμμένη τόσες φορές/ ώστε να συνηθίσουμε όλες/ ότι είναι εντάξει/ να τη χρησιμοποιούμε.» (36). Στις Ερωτογενείς ζώνες (Μπαταρία, 2022) που υπογράφονται από το Marachi: «όλη η Ερεσός γύρω μας,// όλη η Ερεσός μέσα μας,// μία ερωτογενής ζώνη.» (χ.σ.).[20] Στο Μακάρι να το είχα κάνει νωρίτερα (Θράκα, 2023) της/ου Νόα Τίνσελ: «Είμαι η γκόμενά της/ Έχω την τιμή να τρίβω τα βρακιά της» (35). Στο Ένα μέτριο άτομο (Το Καρτ, 2023) του Καρτ: «Είμαστε μαζί 3,5 μήνες/ αυτό σε λεσβιακά χρόνια/ είναι τουλάχιστον 2// πότε θα συγκατοικήσουν/ οι γάτες μας;» (57)[21].

Αν είστε μερακλούδες και αγαπάτε τις βιβλιοθήκες περισσότερο απ’ τα βιβλιοπωλεία, μην παραλείψετε ν’ αναζητήσετε τις Κίτρινες φλόγες (Γράμματα, Αλεξάνδρεια 1925) της Μυρτιώτισσας: «– Γλυκειά Ερανώ, τα χάδια μου ταρνήθηκες/ και τόσες άλλες μάταια σε ποθούνε./ Στ’ αντρίκεια ταγκαλιάσματα μη γύρισες;/ οι φιλενάδες σου έχουν ναν το πούνε…» (106)· καθώς επίσης και Τα τραγούδια στην αγάπη (Αριστείδης Ν. Μαυρίδης, Αθήνα 1930) της Ρίτας Μπούμη: «Το ξέρω πως των άλλωνε τα μάτια δεν μπορούσαν/ τόσο ψηλά το πέταγμα που κάναμε, να δουν…/ Κι’ ακόμα πως τα στόματα του κόσμου το γελούσαν…» (71). Στην περίπτωση τώρα που θελήσετε να δείτε κι άλλο πίσω, η ανασκαφή δεν μπορεί παρά να σας βγάλει κάποτε στη Σαπφώ, που μπροστά της νιώθω κάτι σαν αμηχανία, που μπορεί να είναι και δέος: «ὄττω τις ἔραται». Στο σημείο αυτό, και καθώς σκέφτομαι τον σπουδαίο ρόλο που καλείται να παίξει ολοένα η μετάφραση, θα κάνω μια τρίπλα και θα προτείνω κατ’ εξαίρεση ένα μόνο βιβλίο που δεν έχει μεταφραστεί μέχρι σήμερα στα ελληνικά. Πρόκειται για το, συναρπαστικό κατά τη γνώμη μου, After Sappho της Σέλμπι Γουίν Σβαρτς, με το οποίο επιστρέφω για μια στιγμή μόνο στην πεζογραφία. Μια πεζογραφία ευαίσθητη, πρωτότυπη, φεμινιστική, διαποτισμένη (για να μην πω γεννημένη) απ’ τη Σαπφώ: «Then Cassandra said, It is not true that nothing happened to Sappho except her own life. Have you forgotten that a poet lies down in the shade of the future? She is calling out, she is waiting. Our lives are the lines missing from the fragments. There is the hope of becoming in all our forms and genres. The future of Sappho shall be us»[22].

Μετά από τόση λογοτεχνία, δυο έρευνες, γιατί μπορεί να είναι άλλο εκείνο που ζητάτε. Το Δυνάμει φίλες, δυνάμει ερωμένες: Συναντήσεις γυναικών στην Ερεσό Λέσβου (1994/ 1995) της Βενετίας Καντσά (Πολύχρωμος Πλανήτης, 2010) προσφέρει ένα ταξίδι στην Ερεσό της καρδιάς μας[23] – και ένα ταυτόχρονο ταξίδι στον χρόνο, καθώς η έρευνα έγινε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90. Πρόκειται για «μια προσπάθεια εθνογραφικής καταγραφής της “λεσβιακής κοινότητας” που δημιουργείται στην Ερεσό της Λέσβου, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, και αποτελεί ταυτόχρονα, εγχείρημα προσέγγισης και διερεύνησης του ευρύτερου θέματος της “λεσβιακής κοινότητας”» (21). Το, βασισμένο στη διδακτορική διατριβή της, βιβλίο Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους: Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας (futura, 2022) της Άννης Σιμάτης αποτυπώνει την έρευνά της για «τη θηλυκή αρρενωπότητα, τον θηλυκό ανδρισμό, και κατ’ επέκταση την έμφυλη διαφορά εντός των γυναικείων ομοερωτικών/ λεσβιακών σχέσεων» (9).[24]

Αν είστε της εικόνας και σας αρέσουν τα κόμικς (που και σε μας αρέσουν), έχουμε πρόταση και για σας! Έστω πως φιλιέσαι με την κοπέλα σου σε κεντρικό δρόμο της πόλης και ακούς ξαφνικά μια φωνή να λέει «Μαλάκα λεσβίες!». Τι κάνεις; Δεν ξέρω τι θα έκανα εγώ, όχι κάτι πολύ ευφάνταστο μάλλον, η Σμαρ όμως έκανε το Μαλάκα λεσβίες! – και μετά το Μαλάκα λεσβίες! 2 και το 3 και το 4! Από το 2014 μέχρι και το 2017 συνέβησαν (=τυπώθηκαν από τη Σμαρ) αυτά και μας χάρισαν στιγμές γέλιου, χαράς, ταύτισης, και φυσικά κριτικής της ομοφοβικής σκατοκοινωνίας. Η μια εικόνα σε άλλη με οδηγεί και ο νους μου πάει στο πολύ όμορφο Το μπλε είναι το πιο ζεστό χρώμα της Ζιλί Μαρό (μτφ. Κατερίνα Γεωργοπούλου, ΚΨΜ, 2013). Ναι, σε αυτό βασίστηκε Η ζωή της Αντέλ του Αμπντελατίφ Κεσίς, αλλά η ταινία είναι (και λέει) μια άλλη ιστορία. Και με κλειστά μάτια προτείνω Το θανατάδικο: Ένα οικογενειακό τραγικόμικ της Άλισον Μπέχντελ (μτφ. Κατερίνα Κατέλλη, Γράμματα, 2009)·[25] οικογενειακά (κρυφο-)δράματα, ανθρώπινες ψυχούλες και σχεσούλες, σε ένα καλοβουτηγμένο σε λογοτεχνικές αναφορές graphic novel.

Έτσι όπως ξανοίχτηκα στα είδη, θα ήταν μάλλον άδικο να μην κάνω μια μνεία έστω στο Lesbian Blues (Γυναικείες Εκδόσεις, 1998), που κυκλοφόρησε ως πρόγραμμα του ομώνυμου θεατρικού έργου που ανέβηκε στην Αθήνα το 1998[26]: «μπορεί να είμαι και λεσβία για τους άντρες δεν με νοιάζει// έγινα λεσβία για κείνη, εκείνη όμως δεν έγινε// λέω ότι δεν είμαι λεσβία, λέω ότι έξω έχει δεινόσαυρους και φίδια» (35). Και θυμάμαι τώρα τη Νίνα Ράπη (επειδή γράφει κυρίως θεατρικά τη θυμάμαι τώρα), οι λεσβίες της οποίας είναι ενίοτε διακριτικότατες – θέλω να πω: η λεσβιακότητά τους δεν γίνεται πάντα θέμα· όπως τότε που ένας χρηματιστής ενδιαφερόταν για ένα κορίτσι, το έβρισκε «το κάτι άλλο» και το άκουσε παρεμπιπτόντως να του λέει «[η] κοπέλα μου είναι συγγραφέας»[27]. Θυμάμαι επίσης τις Μικρές αστόλιστες ιστορίες (Εστία, 2018) της Νίκης Σταυρίδη που, όχι, δεν περιστρέφονται γύρω από λεσβίες, έχουν όμως κάτι θεσπέσια αποσπάσματα, όπως αυτό εδώ: «Την αφήνει να περπατήσει στους δρόμους της, να περπατήσει όπως περπατάς βήμα βήμα στην ευχαρίστηση μαζί με ένα άλλο κοντοδιάστατο –όμοιό σου– σώμα, δυσανάλογο με την “απέραντη” ηδονή που μοιράζεσαι μαζί του. Εκείνη απλώνεται στους δρόμους που περπατάει, σαν να κάνει έρωτα γυναίκα νάνος με γυναίκα γίγαντα. Το μπορούν και οι δυο με απόλαυση» (17-18). Ελάχιστα πριν μου βάλω φρένο, σκέφτομαι πως αν οι λεσβίες εμφανίζονται μόνο εκεί που υπάρχουν (βρίσκονται ήδη ή μέλλει να έρθουν) άλλες λεσβίες, τότε το κοινωνικό παιχνίδι είναι εκ προοιμίου χαμένο. Όμως φρένο (διότι άλλωστε δεν είναι τόσο απλό).[28]

Αν σας αρέσει η ποικιλία, η εναλλαγή υφών, πιθανόν να σας ενδιαφέρει η ανθολογία Έρωτες γυναικών, που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις της Γαίας το 1994, σε επιμέλεια Δήμητρας Τουλάτου και μετάφραση Μπάμπη Ζησιμάτου: «δεκαπέντε ιστορίες με κοινό τους θέμα τον έρωτα μεταξύ γυναικών ιδωμένο από την πλευρά των ίδιων των γυναικών, που τον βιώνουν συναισθηματικά, πνευματικά και σωματικά», όπως αναφέρεται στο σημείωμα της έκδοσης – ιστορίες αλιευμένες από ολόκληρο τον εικοστό αιώνα. Αναφέρω ενδεικτικά έναν μόνο από τους τίτλους τους: «Εγχειρίδιο μεθόδων για λεσβιακό καμάκι στα μπαρ της δεκαετίας του ’50» (της Μέριλ Μάσρουμ) και προσθέτω μόνο πως περιλαμβάνεται εδώ και ένα κείμενο της Τζόαν Νεστλ («Η ιστορία της Εσθήρ»): Δεν θυμάμαι να έχω δει μέχρι σήμερα κάτι άλλο δικό της μεταφρασμένο στα ελληνικά.

Το Σαπφούς σάπφειροι: Ανθολόγιο γυναικείας ομοφυλόφιλης ποίησης 19ου-20ού αιώνα (Γαβριηλίδης, 2001) δεν το έχω διαβάσει. Δεν με αφήνει ανεπηρέαστη όμως, για να (συνεχίσω να) είμαι ειλικρινής, το γεγονός πως ανθολογεί και γράφει εισαγωγή ο Γιώργος Κ. Καραβασίλης (δεν το πάω στο προσωπικό, δεν τον γνώριζα τον άνθρωπο), ο οποίος κλείνει μάλιστα το ανθολόγιό του με λόγους ανδρών, μην και χαθεί η «άποψη του άλλου φύλου σχετικά με το ανεξάντλητο θέμα» (όπως αναφέρει στην εισαγωγή του).[29] Αυτό λοιπόν με φέρνει σε κάτι τελευταίο που θα ήθελα να θίξω, με το οποίο και θα επανέλθω στο σωτήριο έτος 2023, που αποτέλεσε την αφετηρία μου.

Μία από τις συζητήσεις του 1ου Διαθεματικού Φεστιβάλ για το φύλο και τη λογοτεχνία που διοργάνωσαν τον Μάιο του ’23 οι Μωβ Μέδουσες είχε τίτλο «Λεσβίες γράφουν για λεσβίες; Τι είναι αυτό που το λένε λεσβιακή λογοτεχνία». Όταν ανέβηκε το σχετικό αφισάκι στη σελίδα των Μωβ Μεδουσών στο Facebook, υπήρξε από κάτω ένα και μοναδικό σχόλιο: Ο Μάνος Κοντολέων έγραψε «Υπάρχουν και άνδρες που γράφουν για λεσβίες». Δεν ήτανε πλάκα (άλλο αν μερικές από μας αντέδρασαν με γελάκι), αλλά μια σοβαρή (και ενδεχομένως περήφανη) επισήμανση. Συνοδευόταν μάλιστα από φωτογραφία του εξωφύλλου του βιβλίου του Δάχτυλα πάνω στο σώμα της, προς επίρρωση.

Αν δεν πέσατε από τα σύννεφα μόλις και είστε ακόμα μαζί μου, θα πει πως είχατε γνώση του πράγματος, το ξέρατε πως «υπάρχουν και άνδρες που γράφουν για λεσβίες». Κι εγώ το ήξερα, τους έχω διαβάσει. Και δεν ήθελα να πάρουν καθόλου από τον χώρο μου, αλλά αποφάσισα τελικά να τους δώσω ελάχιστο, μαζί με ορισμένες εξηγήσεις. Γράφει κάπου ο Ανδρέας Εμπειρίκος, διαθέτοντας τόσο την ψυχαναλυτική βούλα όσο και την αίγλη της περίφημης γενιάς του ’30: «Η λάγνος γυνή ευρίσκετο τώρα εις το απόγαιον του οργασμού, εις το ζενίθ της ηδονής, και η ερωτική της κρέμα έρρεε, ουχί δι’ έναν άνδρα, αλλά δια μίαν χαριτωμένην παίδα, δια ένα πλάσμα του ιδικού της φύλου. [Αλλαγή παραγράφου και ανατροπή (not):] Με το πέος του παλλόμενον υπό την περισκελίδα του, εις πλήρη στύσιν και με ισχυρόν κτυποκάρδι, ο Γεώργιος Μακ Γκρέγκορ παρηκολούθησε μέχρι τέλους την συνταρακτικήν σκηνή».[30] Τι έχουμε εδώ; Έναν άντρα που παρακολουθεί, αυτό έχουμε. Διότι αν δεν ήταν αυτός, δεν θα είχαμε τίποτα απολύτως (ούτε οργασμούς, ούτε ηδονές), είναι βέβαιο. Πού δεν έχουμε άντρες που παρακολουθούν και καθορίζουν; Σε όλα αυτά που πρότεινα παραπάνω.

Το (γραμμένο από τον άνδρα που λέγαμε) Δάχτυλα πάνω στο σώμα της (Πατάκη, 2015) είναι ένα εκτενές μυθιστόρημα. Μετά από 400 σελίδες και ελάχιστα πριν το τέλος, η Λία αποφασίζει να πει στον Ορέστη, με τον οποίο είναι μαζί και πάνε για γάμο, πως είναι λεσβία, να χωρίσει και να ζήσει όπως θέλει. «Κι εγώ τώρα τι υποτίθεται πως πρέπει να κάνω… Να πάω να γαμήσω αυτές που σε γαμήσανε;», ζητάει να μάθει εκείνος. Ξεκαθαρίζω πως το βιβλίο αυτό δεν είναι στις προτάσεις μου. Αν όμως το διαβάσετε, μετρήστε, αν θέλετε, τις επαναλήψεις της λέξης «δάχτυλα» στις σελίδες του. Πρέπει να είναι πολλά τα δάχτυλα, στοιχηματίζω όμως πως τα αποσιωπητικά είναι περισσότερα.

Είναι τέλος και ένα βιβλίο για το οποίο θα πω στα ίσια: για τη θεά, μην το διαβάσετε. Ας το ξεκαθαρίσω ωστόσο και αυτό: Δεν εννοώ πως δεν αξίζει να διαβαστεί από κανέναν και για τίποτα. Όπως όμως δεν θα παρουσίαζα ποτέ σε μια ετεροκανονική συνάθροιση όλα τα παραπάνω, έτσι δεν θα πρότεινα σε σας που πήρατε να διαβάσετε αυτό το κείμενο και φτάσατε ως εδώ αυτό το βιβλίο. Ο λόγος που παρ’ όλα αυτά το αναφέρω είναι πως το έχω πετύχει σε διάφορες λίστες με «λεσβιακά βιβλία» και δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι την περίπτωση να πέσει στα χέρια εφήβων που ψάχνουν επιβεβαίωση, χώρο, τις εαυτές τους. Λέω για τη Λεσβία (των χιλιάδων αντιτύπων· Κέδρος, 2016) του Βαγγέλη Ραπτόπουλου. Έχω κρατήσει σημειώσεις από όταν τη διάβασα (με μεγάλη δυσκολία, ομολογώ), τόσο ωραία περάσαμε όμως, δεν θα ήθελα να σας δηλητηριάσω[31] πριν τον αποχωρισμό. Το πράγμα πάντως είναι πολύ χειρότερο απ’ ό,τι θα μπορούσα να φανταστώ. Λέω για τον συγγραφικό χορό που στήνεται γύρω από έναν βιασμό (τον βιασμό μιας λεσβίας) και το κόβω απότομα εδώ.

(Απολογούμαι για τις αναταράξεις, δοκιμάζω να κλείσω επουλωτικά [έλα όμως που ένα κομμάτι μου ρέπει στα αποφθέγματα]:)

Οι λεσβίες υπάρχουν· δεν χρειάζεται να τις επινοήσετε.

***

[1] Πρόταση ανάγνωσης: Πετάξτε μια χούφτα αστέρια σ’ αυτό το κείμενο και αν παν να κάτσουν δίπλα από λεσβίες, θα πει πως είναι λεσβίες* κι αυτά. (Η λέξη «λεσβία» χρησιμοποιείται σε ολόκληρο το κείμενο με μια έννοια διευρυμένη. Και το θηλυκό που επιλέγεται θέλει να [πιστεύει πως μπορεί να] είναι συμπεριληπτικό.)

[2] Βλ. και Leslie Feinberg, Transgender Warriors: Making History from Joan of Arc to Dennis Rodman, Beacon Press, Βοστώνη 1996, σ. xii: «It is time for us to write as experts on our own histories. For too long our light has been refracted through other people’s prisms».

[3] Μτφ. Αγγέλα Βερυκοκάκη-Αρτέμη, Νέα Σύνορα, Αθήνα 1980, σ. 21. Φεμινιστικό πρωτίστως βιβλίο αυτό.

[4] Μτφ. Ρένα Χατχούτ, Γράμματα, Αθήνα 1986, σ. 260. Βλ. και σ. 18: «“Είμαι λεσβία” είπε η Κάρολιν […]. Η Χάνα ανασήκωσε τους ώμους. Α ναι, σκέφτηκε, και τι έφαγες για πρωινό;».

[5] Στο κείμενο της Μόδη αναφέρονται επίσης δυο λεσβιακά περιοδικά, τα Η Λάβρυς: Λεσβιακός λόγος και Μαντάμ Γκου, και μιας και έκανα λόγο για αρχείο παραπάνω, μου φαίνεται σημαντικό να αναφέρω πως στο ιστολόγιο της Λεσβιακής Ομάδας Αθήνας μπορείτε να διαβάσετε και τα τρία τεύχη του πρώτου. Η ΛΟΑ είχε βέβαια και το δικό της περιοδικό, την πολύ μεταγενέστερη και πολύ αγαπημένη πολλών από εμάς (κάτι τέτοιες στιγμές εξετάζω την πιθανότητα να μην είμαι μία λεσβία μόνο, αλλά πολλές), Νταλίκα. Τα πέντε πρώτα (από τα εννιά συνολικά) τεύχη της είναι διαθέσιμα στο ίδιο ιστολόγιο και περιλαμβάνουν ένα σωρό λεσβιακές βιβλιοπροτάσεις.

[6] Θα τη βρείτε και «Ουίντερσον». Και «Τζάνετ» και «Ζανέτ» και «Τζινέτ»…

[7] Γιατί; Επειδή είναι συγγραφάρα. Είναι αυτό επιχείρημα; Όχι, είναι μια στιγμή αδυναμίας.

[8] Δεν είναι όμως όλα καλομεταφρασμένα. Το Γραμμένα στο κορμί ειδικά προτιμήστε, αν μπορείτε, να το διαβάσετε στ’ αγγλικά.

[9] Ψευδο-, για να μην τρομάξουν τα ζωάκια μας και να μην διαλυθεί η κοιλιά του γαϊδάρου (όπως λέγεται στα Κανάρια η «συχνή συγκέντρωση νεφών σε χαμηλό ύψος» [σ. 15, σημ. 5]).

[10] Που μας έχουν χαρίσει και άλλα διαμάντια, όπως, π.χ., τα Άδεια σπίτια της Μπρέντα Ναβάρο (μτφ. Ασπασία Καμπύλη, 2021). Για την Κοιλιά του γαϊδάρου πρωτοδιαβάσαμε πάντως, πριν κυκλοφορήσει στα ελληνικά, χάρη στο αγαπημένο πλάσμα Τιτίκα Αποστολάκη: «Κουήρ, λοξά και ισπανικά ή, αλλιώς, το “κουήρ” στα σύγχρονα ισπανικά γράμματα», Φρέαρ, τχ. 8 (Αφιέρωμα: Queer λογοτεχνία), 2023: https://mag.frear.gr/koyir-loxa-kai-ispanika-i-allios-to-koyir-sta-sygchrona-ispanika-grammata/.

[11] Δεν γίνεται όμως να μην υποσημειώσω (έστω) πως έχω μεγάλη αδυναμία στο (Δε) μιλάς (Ουαπίτι, 2016), που είναι βασισμένο σε αφήγηση της Λίντα Ακέντε.

[12] Βλ. το λήμμα «Ντόρα Ρωζέττη» στη Βικιπαίδεια, όπου δίνεται και πλούσια βιβλιογραφία, στην οποία θα πρόσθετα έναν τίτλο μόνο: Άννα Αποστολέλλη, «Η Ντόρα Ρωζέττη και η επίμονη επιθυμία για επιβίωση», yusra, τχ. 17, 2023, σ. 74-75.

[13] Βλ. και Λεσβιακή Ομάδα Αθήνας, Το πηγάδι της μοναξιάς: Πολλαπλές αναγνώσεις, Λεσβιακή Ομάδα Αθήνας, Αθήνα 2009.

[15] Τότε που το yusra είχε τη μούρλια ιδέα να καλέσει τη Γλυκερία Μπασδέκη και εμένα να προτείνουμε από πέντε βιβλία και συγκέντρωσε τις προτάσεις μας κάτω απ’ τον γενικό τίτλο «Γλυκερία + Γιώτα = ♥ (και βιβλία)». Στο τεύχος 17 όλα αυτά (2023, σ. 78-83). Για τα 40 γράμματα πένθους συγκεκριμένα, βλ. σ. 79.

[16] Βλ. την απάντησή της στο ερώτημα «Τι είναι queer λογοτεχνία;», στο σχετικό αφιέρωμα που δημοσιεύτηκε στο Φρέαρ, εδώ: https://mag.frear.gr/ti-einai-queer-logotechnia/.

[17] Μπορεί να σας ενδιαφέρουν επίσης: Νατάσα Παυλίτσεβιτς, Κάπου αλλού (κάπου αλλόκοτα, λίγο φανταστικά, λίγο τρομακτικά), Bell, Αθήνα 2020 και Όλγα Μπακοπούλου, lipstick (με φόντο την Αθήνα [του Δεκέμβρη του ’08]), Δωδώνη, Αθήνα 2021. Από μεταφράσματα μπορείτε να διαβάσετε πάμπολλα πράγματα ακόμα, όπως (εντελώς ενδεικτικά [και αναφέροντας μόνο τίτλους που έχω διαβάσει, όπως κάνω και παραπάνω/κάτω]) το Κάρολ της Πατρίσια Χάισμιθ (μτφ. Χρύσα Σπυροπούλου, Πρόσπερος, 1993 & Θοδωρής Τσαπακίδης, Μεταίχμιο, 2004), που έχει μεταφερθεί και στον κινηματογράφο, σε σκηνοθεσία Τοντ Χέινς, με την Κέιτ Μπλάνσετ στον ρόλο της Κάρολ· το Αυτά λοιπόν με τη Σάρα (μτφ. Σταύρος Παπασταύρου, Πατάκη, 2020) της Πολίν Ντελακρουά-Αλλάρ, που είναι μια ιστορία αγάπης· την απρόσμενη, λυπητερή και τόσο μα τόσο τρυφερή Λατρεία (μτφ. Άγγελος Αγγελίδης & Μαρία Αγγελίδου, Ίκαρος, 2022) της Χάνα Κεντ (αν αγαπάτε τα εκτενή μυθιστορήματα, έχετε έναν λόγο παραπάνω)· το Ζυθοποιείο μαργαριταριών (μτφ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Πλήθος, 2022) της Γιένι Βαλ, που έχει γοητεύσει πολλές φίλες· τα «απομνημονεύματα» Στο σπίτι των ονείρων (μτφ. Άγγελος Αγγελίδης & Μαρία Αγγελίδου, αντίποδες, 2022) της Κάρμεν Μαρία Ματσάδο, που μου έπεσαν πολύ βαριά, αλλά τα θεωρώ αριστούργημα. Αν είστε του ιστορικού μυθιστορήματος, οι λεσβιακοί δρόμοι οδηγούν στη Σάρα Ουότερς και σε τίτλους όπως το Ξαγρυπνώντας και τα Χείλη σαν βελούδο (μτφ. Αύγουστος Κορτώ, Καστανιώτη, 2007 & 2009). Αν πάλι ποντάρετε στην περιπέτεια, μπορείτε να ανακαλύψετε μόνες σας συγγράφισσες όπως η Γερτρούδη Στάιν· ή και η Κολέτ (το Ηθικό και ανήθικο [μτφ. Θανάσης Θ. Νιάρχος, Αστάρτη, 21986] της οποίας θα σας βγάλει και στη Ρενέ Βιβιέν). Και κάτι ακόμα, που δεν είμαι σίγουρη πού ακριβώς είναι η θέση του, αλλά θα το αφήσω εδώ: Έγινα πρόσφατα σαράντα και μου δώρισαν ένα εφηβικό μυθιστόρημα – εφηβικό και λεσβιακό, πιστεύω πως μπορώ να το πω έτσι. Διάβασα το Χθες βράδυ στο Τέλεγκραθ Κλαμπ (μτφ. Μαρία Φακίνου, Διόπτρα, 2023) της Μαλίντα Λο με λαχτάρα, έχοντας συνεχώς στο μυαλό μου πόσο αλλιώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα αν είχα τη δυνατότητα/ επιλογή να διαβάσω κάτι τέτοιο στην εφηβεία μου: «“Φιλήθηκαν οι δύο γυναίκες”, ανέφερε, και λέγοντάς το φωναχτά ήταν συναρπαστικό· την έκανε να κοκκινίσει. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να πει τη λέξη που το βιβλίο είχε χρησιμοποιήσει για να περιγράψει αυτού του είδους τα κορίτσια: λεσβία. Ένιωθε ότι η λέξη ήταν επικίνδυνη, και ισχυρή επίσης, λες και αν την ξεστόμιζε θα καλούσε κάποιον ή κάτι» (123).

[18] Μια απαραίτητη διευκρίνιση στο σημείο αυτό: Προτείνω εδώ βιβλία σε λεσβίες*. Για να το κάνω αυτό δεν μπήκα στη διαδικασία να αναζητήσω το παρελθόν αυτών που έγραψαν τα βιβλία. Ούτε το παρόν τους κοίταξα – το βλέμμα μου παρέμεινε στραμμένο σε βιβλία, όχι σε άτομα. Είχα σημειώσει έναν ακόμα τίτλο όμως στην παράγραφο αυτή (συλλογής που κυκλοφόρησε το 2016 από τον Πολύχρωμο Πλανήτη, ποιήτριας που έχει γράψει κι άλλα βιβλία, από τα οποία έχω διαβάσει μερικά) και ύστερα τον έσβησα. Τον έσβησα επειδή έτυχε να πέσω πάνω σε τρανσφοβικές τοποθετήσεις της ποιήτριας στα social media. Μπορεί να μην σας νοιάζει τι κάνουν οι ποιήτριες στα social, να μου πείτε πως δεν είναι δουλειά μου να κρίνω, πως μπερδεύω τα πράγματα, να μου επισημάνετε τα μπαρτικά περί θανάτου του συγγραφέα. Το πράγμα σηκώνει σκέψη, σηκώνει ακόμα καλύτερα συζήτηση, θεωρώ όμως πως δικαιούμαστε να κοιτάμε και την προστασία μας και την ασφάλειά μας (και να μην θέλουμε καμία σχέση, οσοδήποτε μακρινή, με τρανσφοβικά παραληρήματα). Καθόλου άλλωστε δεν θα ήθελα να μπείτε με δική μου ευθύνη σε μια δυσάρεστη, σκοτεινή, κακοποιητική διαδικασία: να ψάξετε, π.χ., το βιβλίο, ο δρόμος να σας βγάλει στην ποιήτρια και να καταλήξετε να περιπλανιέστε στην ίδια τρανσφοβική σπηλιά. Αποσιωπάται λοιπόν εδώ μια ποιητική συλλογή που θα ενδιέφερε κατά πάσα πιθανότητα κάποιες λεσβίες. Αφενός δεν θα μπορούσα να αναφέρω τη συλλογή χωρίς την ποιήτρια. Αφετέρου μου φάνηκε πιο γόνιμο ν’ ανοίξω αυτή την κουβέντα απ’ το να αναφέρω την ποιήτρια σαν να μην τρέχει τίποτα ή να μην κάνω καμία νύξη, σαν να αγνοώ το βιβλίο της ή να θεωρώ πως πρέπει απαραίτητα να το αγνοήσουμε.

[19] Και δεύτερη έκδοση: Μωβ Σκίουρος, 2024. Με το που ξανακυκλοφόρησαν, παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο της 20ής ΔΕΒΘ (έξω από τον χώρο της Έκθεσης, στο καφέ Ζώγια), με μουσικές, τραγούδια, τοποθετήσεις, συγκινήσεις. Αντί να αναφέρω λεπτομέρειες και ονόματα, λέω μόνο πως αυτή η παρουσίαση, κατά τη διάρκεια της οποίας η Τερζοπούλου αναφερόταν κυρίως ως Μιραντάκι, ήταν ό,τι πιο ανθρώπινο και ουσιαστικό μπορούσε να μας συμβεί.

[20] Στη δεύτερη έκδοση, που κυκλοφόρησε από την Μπαταρία το 2024, υπάρχει σελιδαρίθμηση – και ένας πρόλογος γραμμένος από τον Πάκο Χαλκίδη.

[21] Προτείνω επίσης ένα πολύ αγαπημένο ποίημα: Πούθλε, «Ένα μηδέν», Τεφλόν, τχ. 24, 2021, σ. 34. Βλ. και Μαρία Μάζη, «Λεσβία, χμ», Τεφλόν, τχ. 29, 2023, σ. 48-49 & Λεσβίες μου! 1ο Λεσβιακό Φεμινιστικό Φεστιβάλ και άλλες συναντήσεις, σ. 124-125.

[22] Liveright, Νέα Υόρκη 2023, σ. 165-166 (πρώτη έκδοση: Galley Beggar Press, Νόριτς 2022). (ΦΑΚ & Μυρτώ, πάρα πολύ σας ευχαριστώ!)

[23] Για ένα πιο ζωντανό ταξίδι στην Ερεσό, μπορείτε να δείτε το ντοκιμαντέρ της Τζέλης Χατζηδημητρίου Λεσβία (του 2023 και αυτό).

[24] Άλλοτε και σε άλλα μήκη κύματος, «κοινωνική έρευνα» δήλωνε το ολιγοσέλιδο, δυσεύρετο ευτυχώς σήμερα, Έρωτες κοριτσιών της Αννές (Ιωλκός, 1965), που, με δικά του λόγια, σκοπό του είχε «να προλάβ[ει] και να σώσ[ει] τις κοπέλλες μας από μια τρομερή και ανίατη ασθένεια, τον λεσβιασμό» (5)… Δυσκολούτσικα βρήκα (αλλά πολύ δυσκολότερα σίγουρα διάβασα) το Λεσβίες: Συνεντεύξεις και προσωπικές μαρτυρίες, που θεωρεί τον εαυτό του ντοκουμέντο. Αρχές της δεκαετίας του ’80 κυκλοφόρησε· δεν αναγράφει χρονολογία, αλλά το τρίτο και τελευταίο τεύχος του περιοδικού Λάβρυς κλείνει με καταγγελία εναντίον του Θ. Νιάρχου και όσων συνεργάστηκαν για την έκδοσή του «για την αυθαίρετη και παραποιημένη παρουσίαση μιας κοινωνικής ομάδας με σκοπό, προβάλλοντας επιλεγμένες “εμπειρίες” και “εντυπώσεις” και χρησιμοποιώντας αισχρές και πορνογραφικές εικόνες, να περιγράψει και να χαρακτηρίσει τη ζωή των λεσβιών».

[25] (Αγαπημένη Νίκη, σ’ ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό και για χίλια δυο άλλα!)

[26] Κείμενα: Μαργαρίτα Ρέμου, Πέρσα Αβραμίδου, Ελένη Λεβίδη, Μαίρη Τσαρέα, Άντα Τσαρέα, Άννα Νέου, Κορίνα Σταματοπούλου, Παναγιώτα Παπαδοπούλου. Σκηνοθεσία, δραματουργική επεξεργασία: Χριστιάνα Λαμπρινίδη.

[27] Αυτά λαμβάνουν χώρα στο διήγημα «Παιχνίδι γιογιό στη γέφυρα του Βατερλό», Κατάσταση φούγκας, Κέδρος, Αθήνα 2014, σ. 23-31, σ. 29. Βλ. όμως και το διήγημα «Τη στιγμή εκείνη» στην ίδια συλλογή.

[28] Πάντως εξίσου σημαντικές με τις λεσβίες που βροντοφωνάζουν σ’ έναν τίτλο μπορεί ν’ αποδειχτούν οι λεσβίες που κάνουν χαλαρά περασματάκια από σελίδες βιβλίων που δεν απευθύνονται πρωτίστως σε λεσβίες. (Νομίζω όμως πως ούτε αυτό είναι τόσο απλό.)

[29] Συμπληρωματικά, για τις λάτρισσες των ανθολογιών (με αντίστροφη χρονολογική σειρά και επιστρέφοντας για λίγο σε εδάφη ποιητικά): Ποιήματα λεσβιακού ενδιαφέροντος εμπεριέχονται φυσικά στην Ανθολογία ελληνικής κουήρ ποίησης, που κυκλοφόρησε το 2023 από τη Θράκα και το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ. Βλ. ενδεικτικά Βάσω Μ., «Πότε λέμε λεσβία»: «Έξω δεν λέμε πολύ συχνά λεσβία, έξω λέμε πολύ συχνά ότι είμαστε αδελφές. Υπάρχει ένα ολόκληρο δίκτυο ανθρώπων (η κοπέλα στο σούπερ μάρκετ, ο τύπος στο καφέ, οι εργοδότες μας) που έχουν στρεβλή εντύπωση του οικογενειακού μου δέντρου. Λέμε λεσβία αλλά πολλές φορές δεν λέμε λεσβία.» (62). Ελληνίδες λεσβίες δεν συμπεριλαμβάνονται στο Η έλξη των ομωνύμων: Ανθολογία ομο-ερωτικών ποιημάτων (ανθολόγηση, μτφ. Ρήγας Κούπα, Οδυσσέας, 2005), στο οποίο ανθολογούνται ποιήματα των (αλφαβητικά) Α. Αγγελάκη, Λ. Θεοδωρακόπουλου, Γ. Ιωάννου, Κ.Π. Καβάφη, Ν. Λαπαθιώτη, Ντ. Χριστιανόπουλου, δίνεται έμφαση στην ισπανόφωνη παραγωγή, υπάρχει και ένα ποίημα της Έντριεν Ριτς (που, ναι, βεβαίως, θα είχα λόγο να την προτείνω σ’ αυτό εδώ το κείμενο), δεν αναφέρεται όμως σωστά η πηγή του. Από την Ποιητική ανθολογία αποκλίνοντος ερωτισμού του Ανδρέα Αγγελάκη (Γνώση, 1988), τέλος, απουσιάζουν οι λεσβίες – η λέξη «λεσβίες» όμως εμφανίζεται άπαξ στη σ. 49.

[30] Ο Μέγας Ανατολικός: Ανθολόγιον, ανθολόγηση, εισαγωγή, επιμ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Άγρα, Αθήνα 2011, σ. 99.

[31] Η Βάγια Κάλφα είχε την ψυχραιμία να καταδείξει πάμπολλα από τα μελανά του σημεία σε κείμενό της με τίτλο «Για τη Λεσβία του Βαγγέλη Ραπτόπουλου» στο ιστολόγιο της Θράκας.