κύριος φλανέριος
O Αντόλφ Λοράν Ζοάν το 1896 κυκλοφόρησε έναν τουριστικό οδηγό για την Ελλάδα και την Αθήνα τον οποίο λακωνικά θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως μία σεβάσμια ταξιδιωτική χαρτογράφηση και αποτύπωση της εποχής. Προλογίζοντας την έκδοση γράφει ότι το βιβλίο εξερευνά όλα τα θέματα που μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση της λεπτότητας του ελληνικού πολιτισμού δίνοντας την επιλογή στους αναγνώστες να γνωρίσουν τα ζητήματα και τις δυσκολίες που μπορεί να συναντήσουν, να ερμηνεύσουν τις αντιλήψεις που επικρατούν και να μπορέσουν να συνεννοηθούν στοιχειωδώς με τους γηγενείς. Γνωρίζω, ερμηνεύω, συνεννοούμαι. Τρία ρήματα που απουσιάζουν από τους τουριστικούς οδηγούς του σήμερα, από την κοσμοαντίληψη των περιστασιακών αναγνωστών τους, από την κουλτούρα των επισκεπτών ενός τόπου.
Λίγο η χρονική συγκυρία της επανέναρξης τότε των ολυμπιακών αγώνων, λίγο το brand name του συγγραφέα – ο οποίος έχοντας ένα βαρύ βιογραφικό από πίσω του αλλά και εισάγοντας στα βιβλία του τη σχολαστική αποτύπωση λεπτομερειών από τα ταξίδια του, που τον καθιστούν ικανό ανταγωνιστή προγενέστερων μεγάλων ονομάτων των ταξιδιωτικών κύκλων – εκείνος ο οδηγός του Ζοάν, πρόδρομος των μετέπειτα γνωστών Guide Bleu («Μπλε Οδηγός»), τα επόμενα 15 χρόνια θα κάνει δύο επανεκδόσεις. Τα ορεινά και αστικά τοπία, οι διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων τους, οι δυνατότητες διαμονής, ο πολιτισμός, τα ήθη και τα έθιμα καταγράφονται με τέτοιον τρόπο που σήμερα αποτελούν έγκυρη πρώτη ύλη των ιστορικών για την αναπαράσταση της τότε πρωτεύουσας, της ελληνικής υπαίθρου, των ανθρώπων τους και των χουγιών που κουβαλούσανε.

Ο απολογισμός του φετινού καλοκαιριού αφήνει πίσω του αιγαιοπελαγίτικα νησιά αφυδατωμένα από νερά. Κάπου ανάμεσα στον κουρνιαχτό που σηκώθηκε από χωμάτινους, άδειους πάτους φραγμάτων και λιμνοδεξαμενών και τις σαχλές πρωινές τηλεοπτικές συνδέσεις με το λιμάνι του Πειραιά, τα νησιά δεν έπαψαν να αποτελούν πεδίο ταξικών αποκλεισμών. Αυτοί δεν εκφράζονται μόνο μέσα από την αυστηρή οριοθέτηση του είδους του τουρισμού που θα «χωράει» πια σε αρκετά από αυτά, αλλά ξεκινάει από πολύ πιο πριν, από τη (μη) δυνατότητα να πληρώσεις τα χρήματα για να μπεις μέσα σε ένα πλοίο και να ταξιδέψεις σε αυτά. Αναπόφευκτα, ένα κομμάτι ανθρώπων θα επιλέξουν τόπους της ηπειρωτικής ελλάδας, πιο εύκολα προσβάσιμους, τόσο γεωγραφικά όσο και οικονομικά (συγκριτικά και όχι a priori).
Τα βουνά και τα ποτάμια τα τελευταία χρόνια έχουν μετατραπεί σε ένα πεδίο κοινωνικού ανταγωνισμού καθώς ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων συζητούν, οργανώνονται και αγωνίζονται ενάντια στην μετατροπή τους σε ένα απέραντο βιομηχανικό εργοστάσιο για την παραγωγή ενέργειας. Τα τελευταία χρόνια τα βουνά έχουν αποκτήσει μία διαφορετική ορατότητα στον δημόσιο λόγο, μέσα από την ανάγκη των ανθρώπων να εφεύρουν γλωσσικά σχήματα για να περιγράψουν και να επικοινωνήσουν ένα μικρό μέρος από την απέραντη ομορφιά τους, την κουλτούρα και τον πολιτισμό που παράγουν, με λίγα λόγια να μας διηγηθούν την ιστορία τους. Τα βουνά έχουν αποκτήσει προσβασιμότητα για τους ανθρώπους της πόλης. Κάποιοι θα βρεθούν σε αυτά για να στηρίξουν και να συμμετάσχουν σε κινητοποιήσεις. Και θα ξαναεπιστρέψουν σε αυτά. Κάποιες θα επανασυνδεθούν με τους τόπους καταγωγής τους πυροδοτώντας εκρήξεις μικρών τοπικισμών. Άλλοι θα βρεθούν σε αυτά για να γεμίσουν το καρνέ των φωτογραφιών τους στο instagram. Όλες και όλοι μιλάνε γι’ αυτά, κάποιες φορές μπορεί και για έναν θολό λόγο, αλλά δεν παύουν να είναι τόποι που σηματοδοτούν κάτι. Αυτό μπορεί να είναι μία συλλογική φαντασίωση, μπορεί να είναι και αυστηρά προσωπικό. Όταν αυτό το κάτι βρεθεί σε θέση να παράξει πολιτιστικά προϊόντα σύντομα θα βρει και τον τρόπο να πουλήσει και να πουληθεί.
Το μακρινό 2002 κάποιοι όχι τυχαίοι τύποι συναντήθηκαν στο Τιρόλο της κεντρικής Ευρώπης και χωρίστηκαν σε διάφορες ομάδες εργασίας. Πάνω από τα κεφάλια τους ο ήλιος αντανακλούσε στους μπηγμένους, στις εμβληματικές κορυφές των Άλπεων, σταυρούς, σύμβολα ψυχικής επιβράβευσης των ορειβατών που έφταναν εκεί. Όταν κάποια στιγμή εκείνοι οι τύποι βγήκαν από το εσωτερικό μίας κλασικής τιρολέζικης κατασκευής, φτιαγμένης από ξύλο, με σοβατισμένο τον πρώτο όροφο και με την χαρακτηριστική δίρριχτη στέγη από πάνω –αυτού που σχηματικά περιγράφεται και ως «σπίτι της Χάιντι»– είχαν καταλήξει στην περίφημη Διακήρυξη του Τιρόλο, με την οποία ρύθμιζαν μια σειρά βασικών αρχών των αθλημάτων του βουνού – και δη του αλπινισμού που τότε άρχισε να εμφανίζεται. Οι αξίες πάνω στις οποίες βασίστηκε εκείνη η Διακήρυξη ήταν αυτές της αλληλεγγύης και της ομαδικότητας, της προστασίας της φύσης, της ευθύνης των ομαδικών αθλημάτων απέναντι στους αυτόχθονες πληθυσμούς των ορεινών περιοχών και των δικαιωμάτων τους, την περιπέτεια και την αυτοπραγματοποίηση. Στις ημέρες μας, στα οροπέδια των οροσειρών της Πίνδου και στα σαλέ των καταφυγίων του Ολύμπου τα μίνιμουμ εκείνης της Διακήρυξης υπόκεινται σε μία βίαιη αναθεώρηση από ένα πλήθος περιπατητών που απλά αναζητούν «τη φάση». Όταν το γνωρίζω κάτι αντικαθίσταται από το απαιτώ κάτι, αστικές και εναλλακτικές κουλτούρες μετατρέπονται σε κουλτούρες επιβολής. Στη φύση και στις κοινότητες των ανθρώπων που αναπτύσσονται γύρω και σε σχέση με αυτήν.
Τα καταφύγια αποτελούν τόπους όπου το βουνό μπορεί να γίνει μοιρασιά μέσα από συλλογικές εμπειρίες, αλλά μπορεί να μετατραπεί και σε προϊόν, να πουλήσει και να πουληθεί. Η γεωμετρική αύξηση των μαζικών μουσικών φεστιβάλ που διοργανώθηκαν φέτος το καλοκαίρι σε αρκετά από αυτά, ακόμα και όταν κουβαλούν ή προβάλλουν ένα φιλοπεριβαλλοντικό hype, δεν παύουν να αποτελούν μία στιγμή κυριαρχίας επάνω στη φύση και στα πλάσματά της. Οι άνθρωποι των καταφυγίων είναι οι δάσκαλοι και οι δασκάλες που συναντάμε ετεροχρονισμένα σε μια φάση της ζωής μας, μπορεί να ξεκινάει από την παρατεταμένη εφηβεία και να φτάνει καμπόσα χρόνια μακριά από αυτήν. Από ποιον άραγε να περιμένεις να πει δυο πρώτες κουβέντες για την ορεσίβια κουλτούρα στους άρτι αφιχθέντες φίλους-των-νησιών που η ανάγκη τους έφτασε σ’ απάν στα βουνά, αν όχι από δαύτους; Πώς να εξηγήσεις στις φιλενάδες και στους φίλους, όταν παίζει μουσική μέχρι στις 3 το πρωί, ότι τα φώτα σβήνουν στα καταφύγια στις 9 και στις 10 το βράδυ, γιατί αυτά βρίσκονται εκεί για να καταφύγουν και να ξεκουραστούν οι περιπατητές της προηγούμενης και της επόμενης ημέρας και όχι γιατί είναι σκηνικό της Billie Kark; Δύο Αύγουστους πίσω, σε ένα αυτοδιαχειριζόμενο καταφύγιο των Αγράφων, μία παρέα πιτσιρικάδων από ένα κοντινό χωριό που μόλις είχε τελειώσει την δεύτερη τάξη του λυκείου και γιόρταζαν, ήταν σε θέση να καταλάβουν την ανάγκη δύο περιπατητών που βρέθηκαν εκεί, στη μέση μίας πενταήμερης πεζοπορικής διάσχισης, για λίγη ησυχία καθώς την επομένη θα έπρεπε να συνεχίσουν το περπάτημά τους πριν ακόμη ο ήλιος εμφανιστεί μισός στην ανατολή. Και ας τους σχολιάσανε γέρους, αναμεταξύ τους.
Ένας μακρινός θείος, με συγγένεια που ίσα αγγίζει το σόι, και ίσως γι΄ αυτό περιγράφει τον εαυτό του ως αριστερό, πάντα δυσκολευόταν να καταλάβει πώς τα τελευταία χρόνια οι νέοι εκστασιάζονται με το κλαρίνο. Στα δικά του τα χρόνια, εκείνα που ξεπροβόδισαν το ‘60 και καλωσόρισαν το ‘70, όταν αυτό βαρούσε σήμαινε ότι κάπου εκεί τριγύρω έπεφτε πολύ ξύλο. Και βασανιστήρια. Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι γύρω από το δημοτικό τραγούδι η χούντα παρήγαγε εν τέλει περισσότερο κιτς και λιγότερη πολιτική. Η εκκλησία σταμάτησε να αφορίζει τα δημοτικά ως διαβόλου ήχους και τα πανηγύρια συνοδεύουν σχεδόν κάθε θρησκευτική γιορτή ιδίως τους θερινούς μήνες. Τα μουσικά σχολεία παρήγαγαν μία γενιά ανθρώπων οι οποίοι σμιλεύτηκαν πάνω σε νέα αλλά και παλιά όργανα, δεν φοβήθηκαν τις παντρειές και τους πειραματισμούς, ήπιαν δύο τσίπουρα παραπάνω με αυτούς που διέσωσαν μουσικές και προφορικές ιστορίες των τόπων τους χωρίς παρτιτούρες και μαγνητοφωνάκια και φτάσαμε σήμερα να παράγονται τόσα συγκροτήματα παραδοσιακής μουσικής όσα μπορεί να καταναλώσει η φάση της εποχής. Εάν στο νησί το γρατσούνισμα του βιολιού σηματοδοτεί την τελετή έναρξης ενός φασέικου παγανιστικού βραδιού, στην ηπειρωτική ελλάδα αρκεί ένα κλαρίνο που βαράει. Κατά προτίμηση το ηπειρώτικο και όχι το θεσσαλικό, με την ηχώ, το γύφτικο. Που χωρίς τους γύφτους, αυτούς που έπαιζαν τον ζουρνά, το κλαρίνο, την πίπιζα και την τσαμπούνα, δηλαδή τα όργανα που θέλουν γερά πνευμόνια, πανηγύρι δεν στήνονταν στα πρότερα χρόνια.

Τα όργανα βαράνε. Ο κύκλος στήνεται. Ο χορός ξεκινάει. Οι διαχωρισμοί παραμονεύουν. Τα κριτήρια είναι αυστηρά για το πού μπορείς να μπεις και να πιαστείς στον κύκλο. Δεν γίνεται να σπάσει η αλυσίδα της παρέας, είναι και τα stories στα social media. Τις προάλλες, πρότεινα στη μάνα μου να πάει σε ένα live των Γκιντίκι που έγινε κοντά στον τόπο της, θα της άρεσε. Για να γίνει αποδεκτό να χορέψει στον κύκλο των εκστασιασμένων ηλιοκαμένων νεολαίων χρειάστηκε να περιμένει να σηκωθούν και κάποιες ακόμα χωριανές της ηλικίας της, οπότε όλες μαζί, σαν μία συμπαγής μάζα, διακριτικά διεκδίκησαν και κέρδισαν τον χώρο τους. Πιθανόν μια τύπισσα με την φάτσα χωριάτισσας, αγρότισσας, που έχει λιώσει τα πόδια της και τα γόνατά της πάνω από τριάντα χρόνια σε αμπέλια και καραγκούνικα χορευτικά, να ήταν λίγο ξέμπαρκη για το hype της στιγμής. Είναι να μην σου τύχει. Όπως τότε που κουμάντο κάνει ο ντόπιος που έχει πληρώσει, έχει κάνει την παραγγελιά, θα χορέψει πρώτος και οι υπόλοιποι θα ακολουθούν. Κάποτε τα πανηγύρια ήταν μια πράξη συμφιλίωσης και ξεπεράσματος των εντάσεων μεταξύ συγχωριανών ή οικογενειών. Ο ένας θα σηκωνόταν να σύρει τον χορό και θα καλούσε και τον «εχθρό», για να λάβει χώρα το τελετουργικό. Πώς να το μάθεις αυτό αν δεν έχεις πατήσει σε έναν τόπο με την κουλτούρα να γνωρίσεις τους ανθρώπους του και τις νοοτροπίες τους; Πιο φιλόξενους ανθρώπους από αυτούς την Πίνδου δεν θα ματασυναντήσεις.
Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κατάμουτρη κοροϊδία των εαυτών μας εάν ισχυριζόμασταν ότι ο οποιοσδήποτε και η οποιαδήποτε από εμάς βρισκόμαστε εκτός «της φάσης», του hype της εποχής. «Η φάση» είναι εκεί έξω και κουβαλά ρευστά πολιτιστικά και πολιτικά χαρακτηριστικά στα οποία μπορούμε να παγιδευτούμε ή να τα αγγίξουμε σε μία στιγμή αδυναμίας, ωστόσο γίνονται πολύ συγκεκριμένα κάθε φορά που αυτά εκφέρονται μέσα σε ένα χρονικό, χωροταξικό και πολιτικό πλαίσιο. Μπορεί να είναι ένα μπλουζάκι που υποστηρίζει τη σωτηρία ενός βουνού και το οποίο να έχει πουληθεί τόσες χιλιάδες φορές, όταν η πιο σημαντική διαδήλωση αυτού του αγώνα μπορεί να μην έχει συγκεντρώσει ούτε τους μισούς από αυτούς. Είναι όμως και τα αστικά παραδείγματα, όπως η βίαιη αλλαγή του χαρακτήρα γειτονιών στο κέντρο της Αθήνας, ο αποκλεισμός και ο διωγμός των κατοίκων τους από αυτές.
Δεν είναι μυστικό ότι η επαρχία είναι ένας τόπος που ζει στο έπακρο τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις της, είτε πρόκειται για τις γιορτινές εκδοχές της, είτε για την καθημερινότητά της. Αλλά αυτό είναι κάτι που πρωτίστως αφορά τους ανθρώπους που τη ζουν και τη διαμορφώνουν, γιατί είναι άλλο οι «κόντρες» να μπαίνουν μέσα από τα σπλάχνα της και άλλο να έρχονται απ’ έξω, πυροτεχνήματα που διαρκούν όσο η άδεια κάποιων αθηναίων από την εργασία τους. Στο πανηγύρι ενός ορεινού θεσσαλικού χωριού, ένας χωριανός έκανε παραγγελιά στην ορχήστρα το «Γρίβα μ’ σε θέλει ο βασιλιάς». Ο αμέσως επόμενος ζήτησε το «Σηκώνομαι πολλά πρωί». Προφανώς δεν έπαιξε κανένα από τα δύο. Σύντομα έγιναν όλοι μπίλιες, και όχι γιατί είχαν πιει ένα ποτηράκι παραπάνω.
Το ρολόι δείχνει ακριβώς. Στο ράδιο παίζει για τα επόμενα δεκαεπτά δευτερόλεπτα το σήμα της ελληνικής ραδιοφωνίας –ο «τσοπανάκος»– έστω και σε μία διακριτική διασκευασμένη εκδοχή του που έχουν κρατήσει οι τοπικοί σταθμοί της Θεσσαλίας. Ύμνος. Τον θυμάσαι από μικρός προτού σου μιλήσουν για τον άλλον, τον εθνικό. Βαράς και προσοχή άμα λάχει. Το 1936, όταν ο Ρέλλιας και ο Μάγγος κατεβαίνουν στο Μοναστηράκι για να αγοράσουν τροκάνια και κουδούνια προβάτων για να συνθέσουν το σήμα του τότε Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, ο πρώτος είναι ένας αναγνωρισμένος κλαριντζής από τις πλαγιές της Ζήρειας και ο δεύτερος ένας καταξιωμένος φλαουτίστας σε ωδεία και φιλαρμονικές ορχήστρες. Εκείνη η σύνθεση του σήματος προκάλεσε μικρές εκρήξεις της αστικής τάξης της εποχής, η οποία διαμαρτυρήθηκε ότι δίνεται μία εσφαλμένη –κτηνοτροφική– εικόνα της πατρίδας μέσα από την γραφική φλογέρα και τις βουκολικές κουδούνες. Για τους ανθρώπους της επαρχίας περισσεύουν οι ρόλοι βουκολικών κομπάρσων σε φολκλορικές παραγωγές τουριστών και ταξιδιωτών. Και όταν «η φάση» αλλάξει, ένα άλλο πολιτιστικό προϊόν θα υπάρχει εκεί διαθέσιμο για κατανάλωση. Και με τα βουνά και με τους ανθρώπους τους τότε τί θα γίνει; Μάλλον θα μαζευτούμε να το δούμε όσοι θα έχουμε απομείνει, όσες σταθήκαμε με σεβασμό μέσα σε αυτά, στα ζώα και στους ανθρώπους τους.

